Ναι βουλά η Αμπρακιά, καθώς μουλόλαγαν κάτι γερόντοι ήτανι μιγαλύτερ’, κι είχε κανιά ουγδουηνταριά οικουγένειες. Ήτανι χτισμένου του χουριό στη θέσ’ «Παλιουχώρ», αλλά στουν κιρό τα Τουρκίας, ιπειδή οι Γκιρτουβίτης τα καλουλόϊσανι μι τς Τούρκς κι μ’ ένα ληστή π’ τουν ήλιγαν καπιτάν-Φώτ’ επέφτανι κάθι τόσου κι λήστιβανι του χουριό. Αφσι π δεν τς άφνανι σι στασιό οι Τούρκι τς χουριανούς. Γι’ αυτό σκώθκανι κι έφγανι κι πήγανι οι πολλοί πέρα στου Βάλτου κι έχτσανι ένα χουριό κι του είπανι Αμπρακιά. Ιδώ δεν έμκανι παρά πέντι οικουγένειις: οι Μπιρμπιάς, ου Ν’κόλας, ου Γιρον-Παύλους, ου Σιάχους, κι ου Βάτσιους αφού κ’νους που είμαστι σήμερα η μες. Τότι αυτοίν έφγανι απού κει αουπέρα κι ήρθανι αυτού πούνι τώρα του χουριό κι εφκιάσανε ταράτσες κι τρύπουσαν μέσα σι κάτ’ σκ’λογαυρα κι κάτ’ πατλιές πούτανι τότι ιδώ μέσα κι έτσ’ βρέθη του χουριό ιδώ πούνι. Λένι πως απ’ τς πουλλές βουλές έρχουνται ου ληστής ου φώτς, νια βουλά μαύρισι του μάτ’ ινινού κι τ’ τράβει μίνια μι νια πέτρα στου κιφάλ’ κι τούνι σκότουσι μεσα κει πουν ένας δέντρους ιδώ στ’ν κάτ Βουλιά αουπάν
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών