Κάποτε στα παλιά ένας «βρυκόλος» (βουκόλος) ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα λιβάδι κι έβοσκε τα βόγια του. Εκεί πέρασε ένας διαβάτης ο Χριστός και τον ρώτησε «Που είναι η βρύση να πιω νερό). Ο Βρυκόλος τεμπέλιαζε και δε σηκώθηκε πάνω και τούδειξε με το πόδι «εκεί είναι». Πιο πέρα είναι ένας γιδοβοσκός. Πού είναι η βρύση να πιω νερό ρωτάει ο Χριστός. Από εδώ μπάρμπα από κει μπάρμπα τούδειξε πρόθυμος ο γιδόβοσκος. Πάμε να μου δείξης, λέει ο Χριστός. Δεν μπορώ γιατί μου φεύγουν τα γίδια. Πάμε και τα γίδια δε φεύγουνε. Πήγανε, τούδειξε την πηγή και τα γίδια δε φύγανε. Ο Χριστός ευλόγησε τα γίδια να κοιμούνται το Μάη κι’ έστειλε την κοκκουνέλα στα βόγια για να παιδέψη το βρυκόλο που τεμπέλιαζε
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών