Και του Κρίτζαλη dο gαιρό ήρθαν οι Τούρκ’ να πάρουν dη Μεσεμβρία. Ήρθε το στρατό και κατέβαινε πε κει απ’ τα’ ακρωτήρια, πε του Ραβδά το δρόμο. Και κει στου Χατζηπανιώτ’ τ’ αμπέλ’ είχε μια εκκλησία, Αηγιάννης ωνομαζούνταν. Και πώς ήρθαν ως κει πέρα, κόπηαν τα ήπατά τα και τα ήρθε κρυότητα κι είπαν: - Ας σταθούμε δω πέρα, και το πρωί να ιδούμε τι θα γέν’. Το πρωί σηκώθκαν ο κόσμος κλείσκαν μες στα σπίτια. Οι Τούρκ’ έβγαζαν τα σπαθιά τς και γυμνάζοντας πως θα σφάξν τον κόσμο, κι’ ήβλεπαν τα σπαθιά πως λαμποκοπούσαν. Και προσκάλεσαν όλες τις τσορμπατζήδες της Μεσεμβρίας έξω, και τις εδώκανε τρεις μέρες διορία για να παραδοθούνε, για να πάνε να τις σφάξουνε. Και πήγε ο Ταχίρ Πασάς με δυο νομάτ’ μέσα μαζί με τις τζορμπατζήδες και πήγανε στα σπίτια τα καλύτερα και εγράψανε τις γυναίκες τις έμορφες, τα κορίτσια τα καλύτερα, να τα πάρ’νε να φύγ’νε, τα δε άλλα να τα σκοτώσ’νε. Και έκλαιγαν ο κόσμος και θρηνούdας πως θα τις τουρκέψουνε πως θα τις σκοτώσουνε. Και εδώκανε διορία πως «αύριο η ζωή σας σηκώνεται. Και πήγανε στο Ζώτογλου το Τζορμπατζή (θείο των Ζωμιάδων) και του είπανε «ό,τι ώρα έρτουμε και χτυπήσουμε στη bopla, να είσαι έτοιμος. Και σηκωθκανε ο κόσμος κρυφά dη νύχτα και πήγανε στην Παναγία και παρακαλούσανε dη Μεγαριώτισσα να τις γλυτώσ’ απέ το gιντυνο. Και τα μεσάνυχτα τρελλάθηκε του Ταχίρ πασά το άλογο και σκότωσε πενήντα ανθρώπ’ και σκώθηκαν τη νύχτα και πήαν και βροντούσαν στου Ζώτογλου τη bόρτα, και κείνες χίρσανε(1) να κλαίνε, νομίσανε πως πάνε να τις σκοτώσ’νε. Και κειν’ φώναζαν από κάτ’: Αμάν τσορμπατζή. Ελάτε να γλυτώσμε του Ζαχίρ πασά τ’ άλογο, να γλυτώσμε τη ζωή σας. Και σηκώνεται ο Ζώτογλου και πάει και σκών’ τις τσορμπατζήδες όλ’ του χωριού και πάνε και παίρν’νε το Δεσπότ’ και τις παπάδες και πάνε μες στην Εκκλησία και κάν’νε δέηση. Και οι μισοί γυρνούσαν τ’ άλογο γύρω στην Εκκλησία τρεις φορές και το δεν’ν στο κρικέλ’ της Παναγίας και ησύχαζ’ τ’ άλογο και ως το πρωί έφυγαν και δεν έμεινε ένας, και γλύτωσεν ο κόσμος. (1) χίρσανε=αρχίσανε.

Και του Κρίτζαλη dο gαιρό ήρθαν οι Τούρκ’ να πάρουν dη Μεσεμβρία. Ήρθε το στρατό και κατέβαινε πε κει απ’ τα’ ακρωτήρια, πε του Ραβδά το δρόμο. Και κει στου Χατζηπανιώτ’ τ’ αμπέλ’ είχε μια εκκλησία, Αηγιάννης ωνομαζούνταν. Και πώς ήρθαν ως κει πέρα, κόπηαν τα ήπατά τα και τα ήρθε κρυότητα κι είπαν: - Ας σταθούμε δω πέρα, και το πρωί να ιδούμε τι θα γέν’. Το πρωί σηκώθκαν ο κόσμος κλείσκαν μες στα σπίτια. Οι Τούρκ’ έβγαζαν τα σπαθιά τς και γυμνάζοντας πως θα σφάξν τον κόσμο, κι’ ήβλεπαν τα σπαθιά πως λαμποκοπούσαν. Και προσκάλεσαν όλες τις τσορμπατζήδες της Μεσεμβρίας έξω, και τις εδώκανε τρεις μέρες διορία για να παραδοθούνε, για να πάνε να τις σφάξουνε. Και πήγε ο Ταχίρ Πασάς με δυο νομάτ’ μέσα μαζί με τις τζορμπατζήδες και πήγανε στα σπίτια τα καλύτερα και εγράψανε τις γυναίκες τις έμορφες, τα κορίτσια τα καλύτερα, να τα πάρ’νε να φύγ’νε, τα δε άλλα να τα σκοτώσ’νε. Και έκλαιγαν ο κόσμος και θρηνούdας πως θα τις τουρκέψουνε πως θα τις σκοτώσουνε. Και εδώκανε διορία πως «αύριο η ζωή σας σηκώνεται. Και πήγανε στο Ζώτογλου το Τζορμπατζή (θείο των Ζωμιάδων) και του είπανε «ό,τι ώρα έρτουμε και χτυπήσουμε στη bopla, να είσαι έτοιμος. Και σηκωθκανε ο κόσμος κρυφά dη νύχτα και πήγανε στην Παναγία και παρακαλούσανε dη Μεγαριώτισσα να τις γλυτώσ’ απέ το gιντυνο. Και τα μεσάνυχτα τρελλάθηκε του Ταχίρ πασά το άλογο και σκότωσε πενήντα ανθρώπ’ και σκώθηκαν τη νύχτα και πήαν και βροντούσαν στου Ζώτογλου τη bόρτα, και κείνες χίρσανε(1) να κλαίνε, νομίσανε πως πάνε να τις σκοτώσ’νε. Και κειν’ φώναζαν από κάτ’: Αμάν τσορμπατζή. Ελάτε να γλυτώσμε του Ζαχίρ πασά τ’ άλογο, να γλυτώσμε τη ζωή σας. Και σηκώνεται ο Ζώτογλου και πάει και σκών’ τις τσορμπατζήδες όλ’ του χωριού και πάνε και παίρν’νε το Δεσπότ’ και τις παπάδες και πάνε μες στην Εκκλησία και κάν’νε δέηση. Και οι μισοί γυρνούσαν τ’ άλογο γύρω στην Εκκλησία τρεις φορές και το δεν’ν στο κρικέλ’ της Παναγίας και ησύχαζ’ τ’ άλογο και ως το πρωί έφυγαν και δεν έμεινε ένας, και γλύτωσεν ο κόσμος. (1) χίρσανε=αρχίσανε.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Και του Κρίτζαλη dο gαιρό ήρθαν οι Τούρκ’ να πάρουν dη Μεσεμβρία. Ήρθε το στρατό και κατέβαινε πε κει απ’ τα’ ακρωτήρια, πε του Ραβδά το δρόμο. Και κει στου Χατζηπανιώτ’ τ’ αμπέλ’ είχε μια εκκλησία, Αηγιάννης ωνομαζούνταν. Και πώς ήρθαν ως κει πέρα, κόπηαν τα ήπατά τα και τα ήρθε κρυότητα κι είπαν: - Ας σταθούμε δω πέρα, και το πρωί να ιδούμε τι θα γέν’. Το πρωί σηκώθκαν ο κόσμος κλείσκαν μες στα σπίτια. Οι Τούρκ’ έβγαζαν τα σπαθιά τς και γυμνάζοντας πως θα σφάξν τον κόσμο, κι’ ήβλεπαν τα σπαθιά πως λαμποκοπούσαν. Και προσκάλεσαν όλες τις τσορμπατζήδες της Μεσεμβρίας έξω, και τις εδώκανε τρεις μέρες διορία για να παραδοθούνε, για να πάνε να τις σφάξουνε. Και πήγε ο Ταχίρ Πασάς με δυο νομάτ’ μέσα μαζί με τις τζορμπατζήδες και πήγανε στα σπίτια τα καλύτερα και εγράψανε τις γυναίκες τις έμορφες, τα κορίτσια τα καλύτερα, να τα πάρ’νε να φύγ’νε, τα δε άλλα να τα σκοτώσ’νε. Και έκλαιγαν ο κόσμος και θρηνούdας πως θα τις τουρκέψουνε πως θα τις σκοτώσουνε. Και εδώκανε διορία πως «αύριο η ζωή σας σηκώνεται. Και πήγανε στο Ζώτογλου το Τζορμπατζή (θείο των Ζωμιάδων) και του είπανε «ό,τι ώρα έρτουμε και χτυπήσουμε στη bopla, να είσαι έτοιμος. Και σηκωθκανε ο κόσμος κρυφά dη νύχτα και πήγανε στην Παναγία και παρακαλούσανε dη Μεγαριώτισσα να τις γλυτώσ’ απέ το gιντυνο. Και τα μεσάνυχτα τρελλάθηκε του Ταχίρ πασά το άλογο και σκότωσε πενήντα ανθρώπ’ και σκώθηκαν τη νύχτα και πήαν και βροντούσαν στου Ζώτογλου τη bόρτα, και κείνες χίρσανε(1) να κλαίνε, νομίσανε πως πάνε να τις σκοτώσ’νε. Και κειν’ φώναζαν από κάτ’: Αμάν τσορμπατζή. Ελάτε να γλυτώσμε του Ζαχίρ πασά τ’ άλογο, να γλυτώσμε τη ζωή σας. Και σηκώνεται ο Ζώτογλου και πάει και σκών’ τις τσορμπατζήδες όλ’ του χωριού και πάνε και παίρν’νε το Δεσπότ’ και τις παπάδες και πάνε μες στην Εκκλησία και κάν’νε δέηση. Και οι μισοί γυρνούσαν τ’ άλογο γύρω στην Εκκλησία τρεις φορές και το δεν’ν στο κρικέλ’ της Παναγίας και ησύχαζ’ τ’ άλογο και ως το πρωί έφυγαν και δεν έμεινε ένας, και γλύτωσεν ο κόσμος. (1) χίρσανε=αρχίσανε.

Μέγας, Γ.
Μέγας, Γ. (EL)

Παραδόσεις

Θράκη, Μεσημβρία


1937




Αρ. 1104 Α, σελ. 81, Γ. Μέγας, Μεσημβρία, 1937

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.