Μια φορά ένας από πα επήγε ‘ς τη(ν) Πόλη. Σαν επήγε, έμαθε από ένα Τούρκο πως αποκάτω από τσι πλάκες τσ’ αγιάς Σοφιάς είναι καλόγεροι και βαστούνε χαρθιά και διαβάζουνε. Έδωκε κι αυτός καμπόσος παράδες ‘ς το Τούρκο, που έβλεπε ‘ς τη μπόρτα τα’ εκκλησίας και ύστερις, σαν έβγαλε τα παπούτσια του, ακλούθηξε του Τούρκου. Αυτός τον έφερε σε μια σκάλα μαρμαρένια, που κατέβαινε κάτω και του πε να καταβή από κει να δη και να γυρίση πάλι επάνω γλήγορα να μην τον εδούουν οι γι άλλοι Τούρκοι. Ο δικός μας αρχίνηξε να κατεβαίνη και σαν εκατέβηκε πολλά σκαλιά κάτω είδε ένα μαρμαρένιο παλάτι και καλογέρους ‘ς τα κάτασπρα ντυμένους που πηαίνασι κ’ ήρχοντα, χωρίς να βγάνουν άχνα (να ομιλούν). Σε κάμποσην ώραν ένας απ’ αυτούς του φερεν ένα κομματάκι αντίτερο και του πε πως είναι χαιρετισμός από τσι δικολογιές του. Τρεις τέσσερες φορές του το καμε το ίδιο κ’ ύστερα εθυμήθηκε πως έπρεπε να φύγη, εβγήκε απάνω και του φάνηκε παράξενο σαν είδε το Τούρκο που βλεπε ‘ς τημ πόρτα ψαρεμμένο. Του ζήτηξε τα παπούτσια του, μα κείνος του πε πως τα δωκε γιατί έλειπ’ ένα χρόνο. Τότες ο δικός μας ένιωσε πως εκειά κάτω ήτανε οι καλόγεροι, που περιμένουσι να τελειώσουνε την λουτρουγιά, ω αφήκασι μισοτελειωμένη, και πως τ’ αντίτερο, που του φέρασι για χαιρετισμό, ήτονε τα μνημόσυνα, που του κάμασι, και πως εκειά μέσα ήτονε τ’ άγιο φως και γι’ αυτό ο χρόνος του φάνηκε σα μια ώρα.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών