Κάποτε είχε γίνει μια δυστυχία μεγάλη τσαι ο βασιλιάς για μέτρο οικονομίας ήθελενε να σκοτώση όλους τους γέρους. Κάποιος λοιπόν έκρυψε τον πατέρα dου αλλά στο τέλος εξέλειψενε το σιτάρι. Ο βασιλιάς ήρθενε σε ανάτζη γιατί δε μπορούσε να βρη από πουθενά για να σπείρουνε. Ο γέρος λοιπό που ‘χε κρύψει ο νέος συβουλεύει το γνιο dου τσαι του λέει: Θα πας να τσοιτάξης όπου είναι μελιdάτσες τα’ έτσει θα βρης σπόρο για να σπείρης. Έξαφνα λοιπό οι χωριανοί βλέπουνε το νέο αυτό να σπείρη το χωράφι dυ, τσ’ αναφέρανε στο βασιλιά ότι μόνο ο τάδες είχενε γέννημα τσ’ ήσπειρε το χωράφι dου, του το βρήτσενε; Καλεί το νέο ο βασιλιάς σε απολογία. Λέει, θα σου ‘πω αλλά φοβούμαι. Λέει, γιατί να φοβάσαι; Εγώ έχω καταλάβει αλλά θέλω να δω αν θα μου πης την αλήθεια. Μεγαλειότατε, εγώ ήκρυψα με τσίδυνο τον πατέρα μου τσαι ο γέρος μου υπέδειξε να πάω ‘ς τσι μελιdακιές να βρω γέννημα. Τσαι τότε πια ο βασιλιάς συνεχάρη το νέο, του έδωσε αξιώματα τσαι το γέρο τον ηπήρενε στο παλάτι τσ’ είπενε: «α’ δεν έχης γέρο αγόραζε να τον έχης στο σπίτι σου. Μελιντακιά = η μυρμηκιά. (Μελιντάκοι= οι μύρμηκες).
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών