Για τους πρώτους αποίκους εδώ, έλεγε ένας γέρος πως ήρθανε 12 χριστιανοί από την Ήπειρο (Αλβανία). Ήρθανε με μια βάρκα. Εγυρίσανε το νησί, είδανε πως τους κάνει, αλλά εσκεφτήκανε πως τους χρειαζόντανε και γυναίκες. Επήανε κι εκλέψανε 12 γυναίκες από την Ήπειρο και τσι φέρανε εδώ. Αλλά επήανε να σκοτωθούνε, ποιος να πάρη την ομορφότερη. Εκείνες είπανε να λύσουνε τη διαφορά. – Να σας δέσουμε, λέει, τα μάτια κα ινα ανακατεύτουμε κι όποια ‘γγίση ο καθένας σας, αυτή να πάρη. «Έτσι κι έγινε, επαντρευτήκανε κι ησυχάσανε. Εχρειαζόντανε όμως και παπά ναν τσου στεφανώση. Επήανε πάλι στα μέρη τους, κι ευρήκανε έναν παπά. Δεν ήθελε, αλλά τον επήρανε με τη βία. Τους εστεφάνωσε όλους κι ύστερα τον εβάλανε στη βάρκα να τον πάνε πέρα. Όταν επλησιάσανε εκεί, νύχτα ακούσανε θόρυβο. Εφοβηθήκανε μήπως είναι από την εξουσία και λένε του παπά. – Παπά, σάρτα στη θάλασσα! Σάρτα! Για να φύγουνε. Ο παπάς δεν ήθελε, του δίνοννε μια αμπωσιά και τόνε ρίξανε στη θάλασσα. Εκείνος εθύμωσε και τους εκαταράστηκε: «Ποτέ να μη δήτε χαΐρι και προκοπή!». Αργότερα ήρθαν κι άλλοι κάτοικοι από τους Παξούς. Αλλά όπως βλέπης, κάτι κουνιόμαστε χωρίς να προοδεύουμε.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών