«Το χωριό μας γήdου μπροστέ στο Μουρτάτ’. Κει που γίνκε το χωριό το Σαμοκόβ, γήdου γούλο δένdρα μεγάλα κι’ άγρια και λύκ’ και αρκούδες πλιαλιούσασι κει μέσα. Μνια μέρα, γήλεγάσι, καποτνά, πήγε κει ένας άθρωπος πε το Μουρτάτ΄ κι’ έκοβε ξύλα, κερεστέ, να ποίσ’ σπίτ’ να κάτσ’. Γήdου τ’ ολοπρωτνό σπίτ΄ που έλα γέν΄ στο χωριό το Σαμοκόβ. Το βράδ’ γύρσε στο Μουρτάτ΄να πάρ΄ψωμί και φήκε κει τα δυο παιδιά dου. Όdε σούχριανε πήγε μνια αρκούδα και κάθσε στη στιά αντίκρ’ στα παιδιά. Επειδή το μικρούτσκο το παιδί έκλαιγε, λέγει dο το κόμ΄ μεγάλο. «Σώπαινε, για θα πω την αρκούδα να σε φά». Απαντά το μικρούτσκο: «Γω την αρκούδα α τη gάνω τζίζ», και πήρε ένα dαυλί πε τη στιά, έρριξε dο κατά πάν’ και κόλλσε γη αρκούδα σται και πλιαλιούσε να πα να βρει νερό. Δεν πρόφτασε να πα στο νερό και ψόφησε. Ο μύθος θέλ’ α πει που αρκούδες πλιαλιούσασι κει bροστέ και γύστερα γίνκε το χωριό το Σαμοκόβ πα στο βουνό, ανάμεσα στα δένdρα». [ποίσ’ = ποιήσει, σούχριανε = βράδυασε, σουρούπωσε].
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών