«Το χωριό μας γήdου μπροστέ στο Μουρτάτ’. Κει που γίνκε το χωριό το Σαμοκόβ, γήdου γούλο δένdρα μεγάλα κι’ άγρια και λύκ’ και αρκούδες πλιαλιούσασι κει μέσα. Μνια μέρα, γήλεγάσι, καποτνά, πήγε κει ένας άθρωπος πε το Μουρτάτ΄ κι’ έκοβε ξύλα, κερεστέ, να ποίσ’ σπίτ’ να κάτσ’. Γήdου τ’ ολοπρωτνό σπίτ΄ που έλα γέν΄ στο χωριό το Σαμοκόβ. Το βράδ’ γύρσε στο Μουρτάτ΄να πάρ΄ψωμί και φήκε κει τα δυο παιδιά dου. Όdε σούχριανε πήγε μνια αρκούδα και κάθσε στη στιά αντίκρ’ στα παιδιά. Επειδή το μικρούτσκο το παιδί έκλαιγε, λέγει dο το κόμ΄ μεγάλο. «Σώπαινε, για θα πω την αρκούδα να σε φά». Απαντά το μικρούτσκο: «Γω την αρκούδα α τη gάνω τζίζ», και πήρε ένα dαυλί πε τη στιά, έρριξε dο κατά πάν’ και κόλλσε γη αρκούδα σται και πλιαλιούσε να πα να βρει νερό. Δεν πρόφτασε να πα στο νερό και ψόφησε. Ο μύθος θέλ’ α πει που αρκούδες πλιαλιούσασι κει bροστέ και γύστερα γίνκε το χωριό το Σαμοκόβ πα στο βουνό, ανάμεσα στα δένdρα». [ποίσ’ = ποιήσει, σούχριανε = βράδυασε, σουρούπωσε].

«Το χωριό μας γήdου μπροστέ στο Μουρτάτ’. Κει που γίνκε το χωριό το Σαμοκόβ, γήdου γούλο δένdρα μεγάλα κι’ άγρια και λύκ’ και αρκούδες πλιαλιούσασι κει μέσα. Μνια μέρα, γήλεγάσι, καποτνά, πήγε κει ένας άθρωπος πε το Μουρτάτ΄ κι’ έκοβε ξύλα, κερεστέ, να ποίσ’ σπίτ’ να κάτσ’. Γήdου τ’ ολοπρωτνό σπίτ΄ που έλα γέν΄ στο χωριό το Σαμοκόβ. Το βράδ’ γύρσε στο Μουρτάτ΄να πάρ΄ψωμί και φήκε κει τα δυο παιδιά dου. Όdε σούχριανε πήγε μνια αρκούδα και κάθσε στη στιά αντίκρ’ στα παιδιά. Επειδή το μικρούτσκο το παιδί έκλαιγε, λέγει dο το κόμ΄ μεγάλο. «Σώπαινε, για θα πω την αρκούδα να σε φά». Απαντά το μικρούτσκο: «Γω την αρκούδα α τη gάνω τζίζ», και πήρε ένα dαυλί πε τη στιά, έρριξε dο κατά πάν’ και κόλλσε γη αρκούδα σται και πλιαλιούσε να πα να βρει νερό. Δεν πρόφτασε να πα στο νερό και ψόφησε. Ο μύθος θέλ’ α πει που αρκούδες πλιαλιούσασι κει bροστέ και γύστερα γίνκε το χωριό το Σαμοκόβ πα στο βουνό, ανάμεσα στα δένdρα». [ποίσ’ = ποιήσει, σούχριανε = βράδυασε, σουρούπωσε].
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



«Το χωριό μας γήdου μπροστέ στο Μουρτάτ’. Κει που γίνκε το χωριό το Σαμοκόβ, γήdου γούλο δένdρα μεγάλα κι’ άγρια και λύκ’ και αρκούδες πλιαλιούσασι κει μέσα. Μνια μέρα, γήλεγάσι, καποτνά, πήγε κει ένας άθρωπος πε το Μουρτάτ΄ κι’ έκοβε ξύλα, κερεστέ, να ποίσ’ σπίτ’ να κάτσ’. Γήdου τ’ ολοπρωτνό σπίτ΄ που έλα γέν΄ στο χωριό το Σαμοκόβ. Το βράδ’ γύρσε στο Μουρτάτ΄να πάρ΄ψωμί και φήκε κει τα δυο παιδιά dου. Όdε σούχριανε πήγε μνια αρκούδα και κάθσε στη στιά αντίκρ’ στα παιδιά. Επειδή το μικρούτσκο το παιδί έκλαιγε, λέγει dο το κόμ΄ μεγάλο. «Σώπαινε, για θα πω την αρκούδα να σε φά». Απαντά το μικρούτσκο: «Γω την αρκούδα α τη gάνω τζίζ», και πήρε ένα dαυλί πε τη στιά, έρριξε dο κατά πάν’ και κόλλσε γη αρκούδα σται και πλιαλιούσε να πα να βρει νερό. Δεν πρόφτασε να πα στο νερό και ψόφησε. Ο μύθος θέλ’ α πει που αρκούδες πλιαλιούσασι κει bροστέ και γύστερα γίνκε το χωριό το Σαμοκόβ πα στο βουνό, ανάμεσα στα δένdρα». [ποίσ’ = ποιήσει, σούχριανε = βράδυασε, σουρούπωσε].

Πετρόπουλος, Δημήτριος
Πετρόπουλος, Δημήτριος (EL)

Παραδόσεις

Θράκη, Σαμακόβι


1941




Δημήτρης Πετρόπουλος, Λαογραφικά Σκοπού Ανατολικής Θράκης, Αρχείον Θρακικού Θησαυρού, τόμος Ζ, 1940 – 1941, σελ. 151

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.