Στο χωριό κοντά είναι μια τοποθεσία «Λυώτα» που κάθε τις 23 Αυγούστου κάνουν παναγύρι. Ήτανε μια φορά ένας βασιλιάς κι’ είχε μια κόρη που έπασχε από λέπρα. Το νησί τότες ήτανε όλο ακατοίκητο και εξωρίσανε σ΄αυτά τη λεπρή βασιλοπούλα. Της πήγαιναν απ’ έξω φαγητά και της τ΄ άφηναν να ζή. Κείνη γύρ’ζε από δω κι’ από κει και περιδιάβαζε το νησί. Κάποτε βρήκε bροστά της ένα ρομάνι. Είχι λάσπες εκεί πολλές και κατεβαίνανε μέσα κι κολ’bούσαν γρούνια. Ήτανε κι’ αυτά λεπρωμένα και πήγαιναν επίτηδες στη λάσπη, για να γιάνουν. Άμα πλενόdανε κει πέρα, ασπρίζανε. Τότες κι’ αυτή σκέφ’κε να πηδήξ’ στη λάσπη. Βλέπει γύρω τα πλευρά, δεν ήdανε κανείς. Είχι κάτ’ παλιόρρ’χα, ξεdύνεται καλά κι πέφτ’ στη λάσπη, πλύνεται με κείνη. Πλυθ’κι, γίν’κι εν τάξει. Σα γίν’κι καλά, δεν ήθελε να φύγ’ πε κείνο το μέρος. Έκανε κει ξενοδοχεία, λουτρά, σωληνάρια(1) εκκλησία κι’ ακόμα κάdαι κει τα ρείπια. Κατόπιν λοιπόν βγάζ’ η βασιλέας στρατεύματα να πα να δουν τι γίν’κεν η κόρη του. Πάνε τα στρατεύματα και βρίσκουν τη gοπέλλα μέσα σ’ ένα παλάτι κι΄έλαμπε σα dον ήλιο. Τότες γύρ’΄σαν στου βασιλέα και το ‘παν. Κάλεσε ‘π ούλα τα μέρη η βασιλέας, να δούν την βασιλοπούλα. Ήρτανι κι κάνανι πανηγύρι κι’ από τότες βαστάει το παναγύρι. Το παναγύρι τότες το καναν σ’ άλλην τοποθεσία, στην «Κοτσινόγα», 500 μέτρα πιο κάτου. Μα εδώ και είκοσι χρόνια αλλάξανε και τώρα ανεβαίνουν στη Λυώτα και γίνεται παναγύρ΄εκεί ‘κόμα. Γι’ αυτό λένε «λυώτα» το μέρος επειδή λυώdαν (γύριζε) η βασιλοπούλα να βρη τη θεραπεία τς. [Σωληνάρια= υδραγωγούς σωλήνες]

Στο χωριό κοντά είναι μια τοποθεσία «Λυώτα» που κάθε τις 23 Αυγούστου κάνουν παναγύρι. Ήτανε μια φορά ένας βασιλιάς κι’ είχε μια κόρη που έπασχε από λέπρα. Το νησί τότες ήτανε όλο ακατοίκητο και εξωρίσανε σ΄αυτά τη λεπρή βασιλοπούλα. Της πήγαιναν απ’ έξω φαγητά και της τ΄ άφηναν να ζή. Κείνη γύρ’ζε από δω κι’ από κει και περιδιάβαζε το νησί. Κάποτε βρήκε bροστά της ένα ρομάνι. Είχι λάσπες εκεί πολλές και κατεβαίνανε μέσα κι κολ’bούσαν γρούνια. Ήτανε κι’ αυτά λεπρωμένα και πήγαιναν επίτηδες στη λάσπη, για να γιάνουν. Άμα πλενόdανε κει πέρα, ασπρίζανε. Τότες κι’ αυτή σκέφ’κε να πηδήξ’ στη λάσπη. Βλέπει γύρω τα πλευρά, δεν ήdανε κανείς. Είχι κάτ’ παλιόρρ’χα, ξεdύνεται καλά κι πέφτ’ στη λάσπη, πλύνεται με κείνη. Πλυθ’κι, γίν’κι εν τάξει. Σα γίν’κι καλά, δεν ήθελε να φύγ’ πε κείνο το μέρος. Έκανε κει ξενοδοχεία, λουτρά, σωληνάρια(1) εκκλησία κι’ ακόμα κάdαι κει τα ρείπια. Κατόπιν λοιπόν βγάζ’ η βασιλέας στρατεύματα να πα να δουν τι γίν’κεν η κόρη του. Πάνε τα στρατεύματα και βρίσκουν τη gοπέλλα μέσα σ’ ένα παλάτι κι΄έλαμπε σα dον ήλιο. Τότες γύρ’΄σαν στου βασιλέα και το ‘παν. Κάλεσε ‘π ούλα τα μέρη η βασιλέας, να δούν την βασιλοπούλα. Ήρτανι κι κάνανι πανηγύρι κι’ από τότες βαστάει το παναγύρι. Το παναγύρι τότες το καναν σ’ άλλην τοποθεσία, στην «Κοτσινόγα», 500 μέτρα πιο κάτου. Μα εδώ και είκοσι χρόνια αλλάξανε και τώρα ανεβαίνουν στη Λυώτα και γίνεται παναγύρ΄εκεί ‘κόμα. Γι’ αυτό λένε «λυώτα» το μέρος επειδή λυώdαν (γύριζε) η βασιλοπούλα να βρη τη θεραπεία τς. [Σωληνάρια= υδραγωγούς σωλήνες]
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Στο χωριό κοντά είναι μια τοποθεσία «Λυώτα» που κάθε τις 23 Αυγούστου κάνουν παναγύρι. Ήτανε μια φορά ένας βασιλιάς κι’ είχε μια κόρη που έπασχε από λέπρα. Το νησί τότες ήτανε όλο ακατοίκητο και εξωρίσανε σ΄αυτά τη λεπρή βασιλοπούλα. Της πήγαιναν απ’ έξω φαγητά και της τ΄ άφηναν να ζή. Κείνη γύρ’ζε από δω κι’ από κει και περιδιάβαζε το νησί. Κάποτε βρήκε bροστά της ένα ρομάνι. Είχι λάσπες εκεί πολλές και κατεβαίνανε μέσα κι κολ’bούσαν γρούνια. Ήτανε κι’ αυτά λεπρωμένα και πήγαιναν επίτηδες στη λάσπη, για να γιάνουν. Άμα πλενόdανε κει πέρα, ασπρίζανε. Τότες κι’ αυτή σκέφ’κε να πηδήξ’ στη λάσπη. Βλέπει γύρω τα πλευρά, δεν ήdανε κανείς. Είχι κάτ’ παλιόρρ’χα, ξεdύνεται καλά κι πέφτ’ στη λάσπη, πλύνεται με κείνη. Πλυθ’κι, γίν’κι εν τάξει. Σα γίν’κι καλά, δεν ήθελε να φύγ’ πε κείνο το μέρος. Έκανε κει ξενοδοχεία, λουτρά, σωληνάρια(1) εκκλησία κι’ ακόμα κάdαι κει τα ρείπια. Κατόπιν λοιπόν βγάζ’ η βασιλέας στρατεύματα να πα να δουν τι γίν’κεν η κόρη του. Πάνε τα στρατεύματα και βρίσκουν τη gοπέλλα μέσα σ’ ένα παλάτι κι΄έλαμπε σα dον ήλιο. Τότες γύρ’΄σαν στου βασιλέα και το ‘παν. Κάλεσε ‘π ούλα τα μέρη η βασιλέας, να δούν την βασιλοπούλα. Ήρτανι κι κάνανι πανηγύρι κι’ από τότες βαστάει το παναγύρι. Το παναγύρι τότες το καναν σ’ άλλην τοποθεσία, στην «Κοτσινόγα», 500 μέτρα πιο κάτου. Μα εδώ και είκοσι χρόνια αλλάξανε και τώρα ανεβαίνουν στη Λυώτα και γίνεται παναγύρ΄εκεί ‘κόμα. Γι’ αυτό λένε «λυώτα» το μέρος επειδή λυώdαν (γύριζε) η βασιλοπούλα να βρη τη θεραπεία τς. [Σωληνάρια= υδραγωγούς σωλήνες]

Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (EL)

Παραδόσεις

Λέσβος, Τελώνια


1940




Αρ. 1446 Α, σελ. 308, Δ. Λουκάτος, Λέσβος, Τελώνια, 1940

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.