Μια φορά τον παλιό καιρό τους γέρους τους σφάζανε. Ένας γιος αγαπούσε πάρα πολύ τον πατέρα του και όταν ήρθε η ηλικία να τον σφάξη τον λυπήθηκε, τον έκρυψε και τον τάϊζε κρυφά χωρίς να τον φανερώνη πουθενά. Μια χρονιά που επήρανε κεχρί και σιτάρι δεν έγινε το γέννημα ούτε για σπόρο, σκέφτονται οι χωρικοί ο ένας με τον άλλο που θα βρούνε σπόρο. Συζητώντας στο σπίτι εκείνος που είχε τον πατέρα του κρυμμένο λέει στον πατέρα του. «Μπαμπά φέτος δεν βγάλαμε κεχρί και σιτάρι ούτε για σπορά, που θα βρούμε να σπείρωμε;» Λέει εκείνος «Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου κι όσο για σπορά θα βρήτε». Πού θα βρούμε μπαμπά; Λέει εκείνος «θα πάτε στις μυρμηγκοφωλιές, θα σκάψετε και θα βρήτε». Πάει αυτός, όπως του είπε ο πατέρας του, κ’ έσκαψε και βρήκε σιτάρι και κεχρί κ έσπειρε. Οι άλλοι χωρικοί ήρχισαν να τον ερωτάνε. «Εσύ από πού το έμαθες αυτό;» Κάποιος μεγαλύτερος θα σου το είπε. Αυτός φοβότανε να το πη διότι ο νόμος ήτανε να σφάζουν τους γέρους. Στο τέλος όμως επειδή τον βιάζανε ωμολόγησε πως του το είπε ο μπαμπάς του και πως όταν ήτο να τον σφάξη δεν τον έσφαξε. Από τότε άλλαξε ο νόμος να μην τους σφάζουν τους γέρους.

Μια φορά τον παλιό καιρό τους γέρους τους σφάζανε. Ένας γιος αγαπούσε πάρα πολύ τον πατέρα του και όταν ήρθε η ηλικία να τον σφάξη τον λυπήθηκε, τον έκρυψε και τον τάϊζε κρυφά χωρίς να τον φανερώνη πουθενά. Μια χρονιά που επήρανε κεχρί και σιτάρι δεν έγινε το γέννημα ούτε για σπόρο, σκέφτονται οι χωρικοί ο ένας με τον άλλο που θα βρούνε σπόρο. Συζητώντας στο σπίτι εκείνος που είχε τον πατέρα του κρυμμένο λέει στον πατέρα του. «Μπαμπά φέτος δεν βγάλαμε κεχρί και σιτάρι ούτε για σπορά, που θα βρούμε να σπείρωμε;» Λέει εκείνος «Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου κι όσο για σπορά θα βρήτε». Πού θα βρούμε μπαμπά; Λέει εκείνος «θα πάτε στις μυρμηγκοφωλιές, θα σκάψετε και θα βρήτε». Πάει αυτός, όπως του είπε ο πατέρας του, κ’ έσκαψε και βρήκε σιτάρι και κεχρί κ έσπειρε. Οι άλλοι χωρικοί ήρχισαν να τον ερωτάνε. «Εσύ από πού το έμαθες αυτό;» Κάποιος μεγαλύτερος θα σου το είπε. Αυτός φοβότανε να το πη διότι ο νόμος ήτανε να σφάζουν τους γέρους. Στο τέλος όμως επειδή τον βιάζανε ωμολόγησε πως του το είπε ο μπαμπάς του και πως όταν ήτο να τον σφάξη δεν τον έσφαξε. Από τότε άλλαξε ο νόμος να μην τους σφάζουν τους γέρους.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Μια φορά τον παλιό καιρό τους γέρους τους σφάζανε. Ένας γιος αγαπούσε πάρα πολύ τον πατέρα του και όταν ήρθε η ηλικία να τον σφάξη τον λυπήθηκε, τον έκρυψε και τον τάϊζε κρυφά χωρίς να τον φανερώνη πουθενά. Μια χρονιά που επήρανε κεχρί και σιτάρι δεν έγινε το γέννημα ούτε για σπόρο, σκέφτονται οι χωρικοί ο ένας με τον άλλο που θα βρούνε σπόρο. Συζητώντας στο σπίτι εκείνος που είχε τον πατέρα του κρυμμένο λέει στον πατέρα του. «Μπαμπά φέτος δεν βγάλαμε κεχρί και σιτάρι ούτε για σπορά, που θα βρούμε να σπείρωμε;» Λέει εκείνος «Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου κι όσο για σπορά θα βρήτε». Πού θα βρούμε μπαμπά; Λέει εκείνος «θα πάτε στις μυρμηγκοφωλιές, θα σκάψετε και θα βρήτε». Πάει αυτός, όπως του είπε ο πατέρας του, κ’ έσκαψε και βρήκε σιτάρι και κεχρί κ έσπειρε. Οι άλλοι χωρικοί ήρχισαν να τον ερωτάνε. «Εσύ από πού το έμαθες αυτό;» Κάποιος μεγαλύτερος θα σου το είπε. Αυτός φοβότανε να το πη διότι ο νόμος ήτανε να σφάζουν τους γέρους. Στο τέλος όμως επειδή τον βιάζανε ωμολόγησε πως του το είπε ο μπαμπάς του και πως όταν ήτο να τον σφάξη δεν τον έσφαξε. Από τότε άλλαξε ο νόμος να μην τους σφάζουν τους γέρους.

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (EL)

Παραδόσεις

Πέλλα, Λουτράκι


1961




Λ. Α. αρ. 2394, σελ. 448 - 449, Γεωργ. Κ. Σπυριδάκη,Λουτράκι Πέλλης, 1961

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.