Μια φορά τον παλιό καιρό τους γέρους τους σφάζανε. Ένας γιος αγαπούσε πάρα πολύ τον πατέρα του και όταν ήρθε η ηλικία να τον σφάξη τον λυπήθηκε, τον έκρυψε και τον τάϊζε κρυφά χωρίς να τον φανερώνη πουθενά. Μια χρονιά που επήρανε κεχρί και σιτάρι δεν έγινε το γέννημα ούτε για σπόρο, σκέφτονται οι χωρικοί ο ένας με τον άλλο που θα βρούνε σπόρο. Συζητώντας στο σπίτι εκείνος που είχε τον πατέρα του κρυμμένο λέει στον πατέρα του. «Μπαμπά φέτος δεν βγάλαμε κεχρί και σιτάρι ούτε για σπορά, που θα βρούμε να σπείρωμε;» Λέει εκείνος «Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου κι όσο για σπορά θα βρήτε». Πού θα βρούμε μπαμπά; Λέει εκείνος «θα πάτε στις μυρμηγκοφωλιές, θα σκάψετε και θα βρήτε». Πάει αυτός, όπως του είπε ο πατέρας του, κ’ έσκαψε και βρήκε σιτάρι και κεχρί κ έσπειρε. Οι άλλοι χωρικοί ήρχισαν να τον ερωτάνε. «Εσύ από πού το έμαθες αυτό;» Κάποιος μεγαλύτερος θα σου το είπε. Αυτός φοβότανε να το πη διότι ο νόμος ήτανε να σφάζουν τους γέρους. Στο τέλος όμως επειδή τον βιάζανε ωμολόγησε πως του το είπε ο μπαμπάς του και πως όταν ήτο να τον σφάξη δεν τον έσφαξε. Από τότε άλλαξε ο νόμος να μην τους σφάζουν τους γέρους.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών