Έναν γκαιρό ήταν ένας βασιλές κι είχε μια κόρη κι ήdαν άρρωστ’ η κόρ’ dου. Όπου πήγε, δε μπορούσε να γιάν’ και dην έβαλε σ’ ένα καράβ’ και dην έβγαλε στη θάλασσα για ν’ αλλάξ’ dον αέρα τα. Αυτή η Μεσεβρία είχε μια πέτρα μεγάλ’. Λόγυρα λόγυρα ήταν θάλασσα και μια πέτρα ήτανε μέσ’ στη μέσ’ dη θάλασσα. Κι’ άμα βγήκε του βασιλέ η κόρη στη bέτρα εκείνη έγιανε. Ύστερις πήγε στο bατέρα τς: - Θέλω να με κάνης ένα παλάτι στη bέτρα κείνη πόγιανα. Πήγε κι ο βασιλές κι’ η κόρη του κι’ έχτισεν εκεί μια εκκλησία αηηστράτηγος που είναι σήμερα – Ζή, σώζεται. Ύστερις έγινεν η Μεσεμβρία. Γύρω γύρω ήταν όλο «καλές» και πόρτες είχε σιδερένιες, δεν είχε και πουλί να περάσ’ μέσα. Κουβαλούσαν τ΄αυγά με τα καράβια κι’ έφτιαναν κουρασάνι κι’ όλο πλάκα κόκκινη, πλατειά, πόσ’ χιλιάδες χρόν’. Κι’ όσα βασιλόπαιδα δεν ήταν σόϊ, τ’ άκαμναν εξορία, εκεί πήγαιναν κι’ έχτιζαν πο μια εκκλησία – Σαράντα εκκλησιές ήdας μόνε μέσα στη Μεσεμβρία και έξω εκκλησίες πολλές. Κι’ αυτή η βασίλισσα που έχτισε dη Μεσέμβρια είναι στην εκκλησία κείνη θαμμένη, με dη χρυσή dη ρόκα κει μέσα. Dην έλεγαν «γηωργιά η βασίλισσα». Βυζαντινό. Η πολιτεία κείνη δεν ήταν να πατηθή με κανένα τρόπο, γιατί λόγερα λόγερα ήταν καλέδες. Ήταν τρύπες στις πόρτες κι’ είχε κανόνια πο μέσα. Δεξιά πηγαίνωντας ήταν παλάτ, όλο πελεκητή πέτρα μελανιά, και κει νάdαν η βασίλισσα πάν’.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών