Ήθε να βγη να σιργιανίση και πήρε δυο κάτεργκα και μερικούς αθρώπους κ ήρθεν στη Χίο και πήγεν στο Ναγόν κ ήραξεν και πήγε να στοχαστή τη φλέγαν του Ναγού, κι άμα είδε, ήλθεν όξω μεριά στο Μύλον και κουρασμένος ήππεσεν να συχάση λιγάι. Εκεί επαρρησιάστη μια γυναίκα και με κάθε τρόπον τον έκλεψεν από τους αθρώπους του, και τον επήγεν σε μιαν σπηλιάν και του δειξε εκεί πολλά γρόσα και τον επλάνεσε και του λέγει, «πάρε με, να τα πάρης εσύ όλλα τούτα». Τον Ρήγαν τον εκράτησε μέσα εις τη σπηλιά. Εγύρεψάν τον οι αθρώποι του και δεν τον ηύραν. Αφού δεν τον ηύραν εσήκωσαν τα κάτεργα και πήγαν στον πατέραν του. Ο πατέρας του τους επαίδεψε, γιατί δεν το φεραν το παιδίν του, και πολλούς εσκότωσεν. Ένας από όλλους του είπε «αφηννέ με, να πάγω οπίσω πας τον εύρω». Επήρε το έναν καράβιν, και ήρθεν πάλιν στον Ναγόν. Αφού ήρθεν τον ηύρε και λέγει, «βρε αδερφέ, είντα μας έκαμες; Εμάς μας είπεν ο αφέντης σου α δεν σε πάμεν εκεί θα μας χαλάση όλλους». Λέγει των «πήτε του ότι εγώ δεν έρκομαι, διότι εγώ ηύρα πιότερα γρόσσα, απ’ εκεί να που έχει ο αφέντης μου.» Έπιασεν εκεί και καμε αναστέματα. Πρώτα έδεσεν τον ποταμόν με βολίμια, με πέτρες τον εμάζωσε, κι απέ έβαλεν αθρώπους και έσκαψαν από πάνω αφ’ το βουνί να γεμώσουν να το κάμουν καμπάι. Ύστερι έκτισεν έναν παλάτι. Επήρεν έναν μέρος του νερού κ’ ήβγαλεν το όξω αφ΄τον τον Ναγόν και πήγεν το στην Βλυχάδαν. Στο Γιαλισκάρι πιο πέρα έκαμεν έναν Λουτρόν, το άλλο νερόν το πήρε ψηλά και το πήγε στον Παλάμωνα, κ’ έκαμεων γιοφυράι και πήγε καρσί στον Κόφιναν, εκεί που λέγομε σσήμερι η Παναγιά η Ευρετή, κ έκαμε κ εκεί παλάτι. Τώρα εκείνης δεν της ήρεσκεν να ναι σαν πρώτα όμορφη, μον ήλλασσε την μούρην της και εγίνετο σαν Γεραγίδα, έκαμνεν τα δότια της σαν τον δάκτυλάν μου το μάκρος και την μούρην της πότε μαύρην πότε άσπρην. Λέγεις της «μη μου τα κάμνης ευτά και θα σε παρατήσω». Μια κοπέλλα εκάθετο στο Περιβολάκι κ ευτή ήτο βασιλοπούλλα κ’ έφερεν την ο πατέρας της που ήτον άρρωστη να γιάνη στον Χιό. Ήκουσε πους ήρθεν ο Ρήγας κ’ ήθα να πη του πατέρα της να παν να δουν στον Ναγόν. Ο πατέρας της το ξευρε πως ήτον στον Ναγόν. Αμά ήρθε στον Σαρακηνόπετραν λέγει της «βρε παιδάι μο, είντα θα πάμεν στον Ναγόν; Κείνος κάθεται στην Βλυχάδαν.» Επήραν και πήγαν και ηύραν τον. Λέγει εκείνος, να κείνο πω γύρευγα το ηυρήκα. Με κάθε τρόπον της είπε κείνο που ήθε. Λέγει τον, «ήνμπα τύχη να μας πιάση κείνη;» Λέγει τον «εγώ θα την αποκοιμίσω να ρχωμαι να σ’ ευρίσκω». Εν ηξεύρω είντα λογής επρόδωκεν το μυστικόν και έμαθεν το κείνη. Λέγει τον, «βλέπω και φεύγεις απ’ εδώ και δεν μ’ ερωτάς» λέγει τον «ποιος σου το πε;» Λέγει τον «το παιδάι μας το πρώτον το πήρε χαμπέρι κ΄είπε μου το και θα πάθης.» Πιάσεν κείνη και έκαμεν ανήλιον, πήγεν λοιπόν κείνος εκεί ηυρήκε την την νύκτα, με τόσες πολλές κουβέντες εξημερώθηκε και είδεν τον ο ήλιος ‘ς ένα λάκκον, και άμα τον είδεν ο ήλιος έσκασε. Εκεί που λέγομεν τώρα του Βασιλέ ο Λάκκος. Σημ. Πάντες οι τόποι οι αναφερόμενοι εν τη παραδόσει ταύτη είναι αρχαιολογικοί, σώζοντες αρχαία λείψανα ναών, αρχαιότεροι πάντως του νομιζομένου υπό των χωρικών κτίστου αυτών. Ταύτα βεβαίως εδημιούργησαν τον μύθον του Ρήγα ως και της Γεραγίδας, (διότι ούτω καλούνται αι Νεράϊδες εν τη κωμοπόλει Καρδαμύλων, εν άλλοις δε χωρίοις άλλως). Η δόξα της μεταμορφώσεως της Γεραγίδας είναι κοινή εν Χίω ως και η τεκνοποίησις, ομοίως δε πιστεύεται ότι οι τοιούτο δαίμονες εν όλη τη νυκτί περιφερόμενοι επί της γης άμα ηλίω κατέρχονται εσπευσμένως υπό την γην. Η όλη υπόθεσις είναι παλαιά, ότε πράγματι η Σιλυμβρία είχε ρήγας και κάτεργα. Το γλωσσικόν ιδίωμα είναι το ιδιάζον εν τω δήμω τούτω. Η προσφορά του ν και ο νεωτερικός τύπος του άι αντί άκι παιδάι= παιδάκι. Επίσης δε και εν τισιν η διάσωσις των διπλών συμφώνων.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών