Ο Μαλισσόβας είχι φτιρά κι πιτούσε. Κλέφτης, παλληκάρ’. (Το ‘λεε ου Δημητράκος, δεν το θ’μάμαι). Ήταν μπαστάρ’κο. Αυτούνοι ήταν 80 κλέφτις μαζί, στη θέση φουρνότσ’μα (εδώ στο Θραψίμ’. Έψηναν αρνιά κι είχαν καραούλι βγαλημένο. Τους πήρε και το μπαϊράκ’. Και το λέμε στου Μπαϊρακτάρ (βοσκό) απάν’. Προτού στηθή το καραούλ’ έβγαλαν μια πλάτι κι’ εξήτασαν. Είδαν στην πλάτ’ πως τους παίρνουνε καταπόδ’ οι Τούρκοι, τσ’ είπε ότι θα πιάσωμε μάχη και θα βαρεθή ένας από μας. Πήραν τ΄αρνιά μ’σοψημένα κι έπιασαν τη Γουρνωτή (την πολεμίστρα). Έπιασαν θέσ’ κι άρχεψαν μάχ’. Και τσι κυνήγωσαν μι τα σπαθιά τσι Τούρκοι. Βάρεσαν πολλούς. Αλλά ο Μαλισσόβας, επειδής ήταν παλλ’κάρ’ κι είχι κι φτιρά στην αμασχάλ’ (τα μολόγαε ο Κατσής) πετιόνταν και τσ’ έπαιρνε στο ποδάρ’ με τα σπαθιά και δεν μπορούσαν να τον χτυπήσουν. Είχι τίμιο ξύλο και δεν τον έκαναν τίποτα. Αλλά οι Τούρκοι το υποπτεύθηκαν πως είχι τίμιο ξύλο κι έκοψαν βόλι ασημένιο (από χαρπί) απ’ γιόμωναν τα κουμπούρια με μπαρούτ’ και τον σκότωσαν. Πήραν το κεφάλι τ’ κι φώναξαν τσ’ κλέφτες: «Τι τον έχιτι το Μελισσόβα; Τότε πετάχ’καν οι κλέφτες: Τι τουν είχαμι του Μελισσόβα; Τσιράκι τον είχαμι! Τι να πούνε; Ξανάπιασαν τη μάχ’ κι σκότωσαν καμιά τρακοσαρία Τούρκοι. Τους κυνήγησαν, παν καλιά τα.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών