Ο Διάκος Πολεμάρκος, την καταγωγήν Χαρτουλάρης, εκατοίκα στόν Κουλαλάν και η μάνδρα του σώζεται ακόμη στην Πηγάδα. Ήτο ανδρειωμένος. Είχε τρεις εξαδέρφες. Τότε οι Φράγκοι εκλέβγαν τους ανθρώπους. Τας τρεις εξαδέρφας που είχεν τας έστειλεν από τον Κεφαλάν να κόψουν σύκα αφ’ τα αμπέλιν του και τας είδαν οι Φράγκοι, επήγαν και τας επήραν. Αφτός επάντεξε λιγάι να ρθουν κι απέ δέν έρχονταν, επρόβαλε να δη για τας κοπέλλες και βλέπει και πήγαιναν τας τας Γούρνες, κάτω κατά τον Πέτικαν. Γυρίζει οπίσω που χε να κουρέψη τα πρόβατα και λέγει των «βγάλετέ τα όξω γιατί μας επήραν τας κοπέλλες» και κάμνει ίσια κάτω. Την ώραν που δωκε πέρα τον Πέτικαν, βρίσκει έναν πευκαρούδιν και το ξερρίζωσε και το παίρνει στα χέρια και τρέχει απ’ οπίσω των σταύρωμα και βγαίνει στον Πρίνον, και εναντίωσεν τας μέσα στην Πλακούσαν και για δ’ εκείνο λέγεται Πλακούσα. Παίρνει μιαν πέτραν εις την χέραν του μεγάλην και την επόλυκε ομπροσθά των. Γυρίσαν οπίσω να δουν από πού των ήρθεν η πέτρα. Είδαν αυτόν που στέκετο στον Πρίνον. Εβοβήθησαν και τρέχουν ομπροσθά και ξεκουντούσαν τας κοπέλλες να τρέχουν καλά. Έτρεξε και κείνος. Επρόκαμεν τας μέσ’ στα Λακκιά, και δεν τους εσκότωσε, μόνον τους αφήκε και επήγαν στο καΐκι, που το στην Βαθειά Ρύμνη. Εστάθη και ρώτησεν τους απέ που ήσαν, και λέγουν πως ήσαν Φράγκοι. Ευτοί που λαλούσαν τας τρεις κοπέλλες επήρα θάρρος που πολλύναν κι αντιστάθησάν του και έπιανεν ένα έναν και έρρηχνεν τον μέσ’ στο καΐκι, οι άλλοι καθώς τον είδαν, τον εκατάλαβαν πως ήτο ανδρειωμένος, εσαρπαίρναν το κάτεργον να φύγουν. Λέγει των κοπελλών. «Σταθήτε εδωνά κια δήτε τώρα είντα θα τους κάμω». Εμπαίνει μέσα στο γιαλόν και πήγε κοντά στο κάτεργον και πιάνει το από το μπαστούνι και βούλησέ το μαζί με τους αθρώπους. Και πήρε τας κοπέλλες και πήγε τας στου πάππου των στον Κουλαλάν και λέγει των «αφέρου μου βρε Μάρκο, εσύ σαι για να γίνης Πολεμάρκος». Εθύμωσαν λοιπόν οι Φράγκοι πως εχαλάστηκε το κάτεργο, και ήρθαν ύστερι τέσσερα, και ήρθαν οι Φράγκοι και κυνηγούσαν τους αθρώπους και επιάναν τους. Ήρθα πιο κοντά στο χωργιό, οι άθρωποι σαν τους είδαν, εκλειδώθησαν μεσ’ στο κάστρο, έστειλα δυό τρεις αθρώπους και λέγουν του πάππου του. «Είντα καμε ο Μάρκος, με το να πνίξη τους αθρώπους ήρθαν και πλοκάραν μας μεσ’ στο κάστρο». Λέγει του ο πάππος του. «Άδε Μάρκο μου, να τον κυνηγήσης.» Κείνοι το κατάλαβαν και χώνουνταν άμα ήθεν το καταλάβουν πως έφυγε, επήγαιναν πάλι στο κάστρο και επείραζάν τους. Λέγει ο πάππος του «άμε γιέ μου, να μπης στο κάστρο να τους φυλάγης». Εκείνος ήρθε και πήγε στον πύργον και κάθητο και φύλαγεν τους. Μιαν ημέραν ήλλαξε. Από πέρα από τον άγιον Νικόλαν εναντίασε τον πως ήτο Τσίτσος και του ρηξε και λάβωσε τον. Αφού εκατάλαβε πως ελαβώθηκε για να μη τον πιάσουν ζωντανόν (ο πύργος μεγάλος είχεν κλαβανήν εις ώραν ανάγκης, είχεν έναν μάρμαρον που το λέγαν φονιά) το βαλεν ομπρός στην κλαβανήν για να μη ανέβουν απάνω οι Φράγκοι και του πάρουν την κεφαλήν του. Οι Φράγκοι επολεμούσαν να να σηκώσουν το μάρμαρο να ανέβουν επάνω να πάρουν τον Διάκον Πολεμάρκον. Ευτός είντά καμε; Πιάνει και σηκώνει το μάρμαρον αφ’ την κλαβανήν και λέγει των, «είστε πολλοί;» λέγουν του «διακόσοι» κι αυτοί ήσαν είκοσι. Εγύρισε δίπλα το μάρμαρον και ρήχνει το κάτω, και σκοτώνει τους δώδεκα. Αφού είδαν οι άλλοι πως ελέθριασε τους πολλούς, έπιασαν οι άλλοι τους οκτώ, και σκότωσαν τους. Ο Διάκος Πολεμάρκος επέθανε! Αυτοί οι κακόμοιροι εφοβούντα και γυρεύαν πάλιν άλλον ανδρειωμένον να τον πάρουν να τους φυλάγη. Είχε μέσα στα Κοίλα άλλον ανδρειωμένον και λέγαν τον Κωσταντήν Αγγελικούσην επήγαν και περικαλέσαν τον. Λέγουν του «εν έρχαι Κωσταντή να φυλάγης το κάστρο, να μη μας πειράζουν οι Φράγκοι;» λέγει των, «βρε παιδιά εγώ φυλάγω το Δελφίνι, που εδεκεί ράσσουν τα κάτεργα μόνον εις τον Γιόσονα(=Ιάσονα) εν ο Πατσός ο Μαργωνάς, κι αμέτε πήτε του να ρτη». Επήγαν και είπαν του, και δεν ήρκετο. Τότες είχεν εδώ έναν φρένιμον άνθρωπον και λέγει των «ευτόν αν θα τον φέρετε, θα τον φέρετε με μαργιολάν». Λέγουν του «κ’ είντα λογής θα τον φέρωμεν; - Να γεμώστε μιαν κολοκύττα σσούμαν. Ευτός εν μελισσουργκάς κι α πάτε κει να του πήτε, «Πατσέ, να βαλλης θες το μέλι εσύ α βάλλομεν κ’ εμείς ην σσούμαν:» Λέγει των. «Ίσια ίσια βρε παιδιά που ήνοιξαν σσήμερι και τας μέλλισσες.» Κείνος ο φρένιμος ο Μιτσός ο Πονηρός των είχε μιαν παραγγελιά: άμα πως εβγάλη το μέλι και θέκη το χάμαι, να πήτε, βρε παιδιά ποιος εν άξιος να δέση τα χέρια του οπίσω κι να κύψη να φα μέλι; Να κάμετε εσείς πως δεν μπορείτε να φάτε μέλι με τα δεμένα χέρια και κείνος θα πη, φύγετε, βρε, απ ευτού να φάγω εγώ, και σεις την ώραν που τον δήτε να δέση τα χέργια να τρω, να σφικτήτε όλλοι και τον δέσετε αξάγκωνα και να τον πάτε στο χωργιό.» Εκάμαν το αυτό και επήγαν το. Κείνος έκαμε τρις τέσσιρις ημέρες στο κάστρο κι απέ εξέκοψε και φυγε να πα πάκι στον Γιόσοναν. Την ώραν που πρόβαλε στο Ταξιάρχην εφώναξε τ΄ αφέντη του «εγώ φυγα» Λέγει του ο αφέντης του «κρίμας εσέ που σ’ ενίκησαν έξι νομάτοι και δέσα σε και πήγα σε στο χωργιό.» Άμα ήκουσε τον λόγον έσκασε και επήγα κ’ είπα τ’ αφέντη του «ο Πατσός έσκασε». Επήγα και επήραν τον και θάψαν τον στο Σωτήραν απόξω και κει ευρίσκεται το μνήμαν του.

Ο Διάκος Πολεμάρκος, την καταγωγήν Χαρτουλάρης, εκατοίκα στόν Κουλαλάν και η μάνδρα του σώζεται ακόμη στην Πηγάδα. Ήτο ανδρειωμένος. Είχε τρεις εξαδέρφες. Τότε οι Φράγκοι εκλέβγαν τους ανθρώπους. Τας τρεις εξαδέρφας που είχεν τας έστειλεν από τον Κεφαλάν να κόψουν σύκα αφ’ τα αμπέλιν του και τας είδαν οι Φράγκοι, επήγαν και τας επήραν. Αφτός επάντεξε λιγάι να ρθουν κι απέ δέν έρχονταν, επρόβαλε να δη για τας κοπέλλες και βλέπει και πήγαιναν τας τας Γούρνες, κάτω κατά τον Πέτικαν. Γυρίζει οπίσω που χε να κουρέψη τα πρόβατα και λέγει των «βγάλετέ τα όξω γιατί μας επήραν τας κοπέλλες» και κάμνει ίσια κάτω. Την ώραν που δωκε πέρα τον Πέτικαν, βρίσκει έναν πευκαρούδιν και το ξερρίζωσε και το παίρνει στα χέρια και τρέχει απ’ οπίσω των σταύρωμα και βγαίνει στον Πρίνον, και εναντίωσεν τας μέσα στην Πλακούσαν και για δ’ εκείνο λέγεται Πλακούσα. Παίρνει μιαν πέτραν εις την χέραν του μεγάλην και την επόλυκε ομπροσθά των. Γυρίσαν οπίσω να δουν από πού των ήρθεν η πέτρα. Είδαν αυτόν που στέκετο στον Πρίνον. Εβοβήθησαν και τρέχουν ομπροσθά και ξεκουντούσαν τας κοπέλλες να τρέχουν καλά. Έτρεξε και κείνος. Επρόκαμεν τας μέσ’ στα Λακκιά, και δεν τους εσκότωσε, μόνον τους αφήκε και επήγαν στο καΐκι, που το στην Βαθειά Ρύμνη. Εστάθη και ρώτησεν τους απέ που ήσαν, και λέγουν πως ήσαν Φράγκοι. Ευτοί που λαλούσαν τας τρεις κοπέλλες επήρα θάρρος που πολλύναν κι αντιστάθησάν του και έπιανεν ένα έναν και έρρηχνεν τον μέσ’ στο καΐκι, οι άλλοι καθώς τον είδαν, τον εκατάλαβαν πως ήτο ανδρειωμένος, εσαρπαίρναν το κάτεργον να φύγουν. Λέγει των κοπελλών. «Σταθήτε εδωνά κια δήτε τώρα είντα θα τους κάμω». Εμπαίνει μέσα στο γιαλόν και πήγε κοντά στο κάτεργον και πιάνει το από το μπαστούνι και βούλησέ το μαζί με τους αθρώπους. Και πήρε τας κοπέλλες και πήγε τας στου πάππου των στον Κουλαλάν και λέγει των «αφέρου μου βρε Μάρκο, εσύ σαι για να γίνης Πολεμάρκος». Εθύμωσαν λοιπόν οι Φράγκοι πως εχαλάστηκε το κάτεργο, και ήρθαν ύστερι τέσσερα, και ήρθαν οι Φράγκοι και κυνηγούσαν τους αθρώπους και επιάναν τους. Ήρθα πιο κοντά στο χωργιό, οι άθρωποι σαν τους είδαν, εκλειδώθησαν μεσ’ στο κάστρο, έστειλα δυό τρεις αθρώπους και λέγουν του πάππου του. «Είντα καμε ο Μάρκος, με το να πνίξη τους αθρώπους ήρθαν και πλοκάραν μας μεσ’ στο κάστρο». Λέγει του ο πάππος του. «Άδε Μάρκο μου, να τον κυνηγήσης.» Κείνοι το κατάλαβαν και χώνουνταν άμα ήθεν το καταλάβουν πως έφυγε, επήγαιναν πάλι στο κάστρο και επείραζάν τους. Λέγει ο πάππος του «άμε γιέ μου, να μπης στο κάστρο να τους φυλάγης». Εκείνος ήρθε και πήγε στον πύργον και κάθητο και φύλαγεν τους. Μιαν ημέραν ήλλαξε. Από πέρα από τον άγιον Νικόλαν εναντίασε τον πως ήτο Τσίτσος και του ρηξε και λάβωσε τον. Αφού εκατάλαβε πως ελαβώθηκε για να μη τον πιάσουν ζωντανόν (ο πύργος μεγάλος είχεν κλαβανήν εις ώραν ανάγκης, είχεν έναν μάρμαρον που το λέγαν φονιά) το βαλεν ομπρός στην κλαβανήν για να μη ανέβουν απάνω οι Φράγκοι και του πάρουν την κεφαλήν του. Οι Φράγκοι επολεμούσαν να να σηκώσουν το μάρμαρο να ανέβουν επάνω να πάρουν τον Διάκον Πολεμάρκον. Ευτός είντά καμε; Πιάνει και σηκώνει το μάρμαρον αφ’ την κλαβανήν και λέγει των, «είστε πολλοί;» λέγουν του «διακόσοι» κι αυτοί ήσαν είκοσι. Εγύρισε δίπλα το μάρμαρον και ρήχνει το κάτω, και σκοτώνει τους δώδεκα. Αφού είδαν οι άλλοι πως ελέθριασε τους πολλούς, έπιασαν οι άλλοι τους οκτώ, και σκότωσαν τους. Ο Διάκος Πολεμάρκος επέθανε! Αυτοί οι κακόμοιροι εφοβούντα και γυρεύαν πάλιν άλλον ανδρειωμένον να τον πάρουν να τους φυλάγη. Είχε μέσα στα Κοίλα άλλον ανδρειωμένον και λέγαν τον Κωσταντήν Αγγελικούσην επήγαν και περικαλέσαν τον. Λέγουν του «εν έρχαι Κωσταντή να φυλάγης το κάστρο, να μη μας πειράζουν οι Φράγκοι;» λέγει των, «βρε παιδιά εγώ φυλάγω το Δελφίνι, που εδεκεί ράσσουν τα κάτεργα μόνον εις τον Γιόσονα(=Ιάσονα) εν ο Πατσός ο Μαργωνάς, κι αμέτε πήτε του να ρτη». Επήγαν και είπαν του, και δεν ήρκετο. Τότες είχεν εδώ έναν φρένιμον άνθρωπον και λέγει των «ευτόν αν θα τον φέρετε, θα τον φέρετε με μαργιολάν». Λέγουν του «κ’ είντα λογής θα τον φέρωμεν; - Να γεμώστε μιαν κολοκύττα σσούμαν. Ευτός εν μελισσουργκάς κι α πάτε κει να του πήτε, «Πατσέ, να βαλλης θες το μέλι εσύ α βάλλομεν κ’ εμείς ην σσούμαν:» Λέγει των. «Ίσια ίσια βρε παιδιά που ήνοιξαν σσήμερι και τας μέλλισσες.» Κείνος ο φρένιμος ο Μιτσός ο Πονηρός των είχε μιαν παραγγελιά: άμα πως εβγάλη το μέλι και θέκη το χάμαι, να πήτε, βρε παιδιά ποιος εν άξιος να δέση τα χέρια του οπίσω κι να κύψη να φα μέλι; Να κάμετε εσείς πως δεν μπορείτε να φάτε μέλι με τα δεμένα χέρια και κείνος θα πη, φύγετε, βρε, απ ευτού να φάγω εγώ, και σεις την ώραν που τον δήτε να δέση τα χέργια να τρω, να σφικτήτε όλλοι και τον δέσετε αξάγκωνα και να τον πάτε στο χωργιό.» Εκάμαν το αυτό και επήγαν το. Κείνος έκαμε τρις τέσσιρις ημέρες στο κάστρο κι απέ εξέκοψε και φυγε να πα πάκι στον Γιόσοναν. Την ώραν που πρόβαλε στο Ταξιάρχην εφώναξε τ΄ αφέντη του «εγώ φυγα» Λέγει του ο αφέντης του «κρίμας εσέ που σ’ ενίκησαν έξι νομάτοι και δέσα σε και πήγα σε στο χωργιό.» Άμα ήκουσε τον λόγον έσκασε και επήγα κ’ είπα τ’ αφέντη του «ο Πατσός έσκασε». Επήγα και επήραν τον και θάψαν τον στο Σωτήραν απόξω και κει ευρίσκεται το μνήμαν του.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Ο Διάκος Πολεμάρκος, την καταγωγήν Χαρτουλάρης, εκατοίκα στόν Κουλαλάν και η μάνδρα του σώζεται ακόμη στην Πηγάδα. Ήτο ανδρειωμένος. Είχε τρεις εξαδέρφες. Τότε οι Φράγκοι εκλέβγαν τους ανθρώπους. Τας τρεις εξαδέρφας που είχεν τας έστειλεν από τον Κεφαλάν να κόψουν σύκα αφ’ τα αμπέλιν του και τας είδαν οι Φράγκοι, επήγαν και τας επήραν. Αφτός επάντεξε λιγάι να ρθουν κι απέ δέν έρχονταν, επρόβαλε να δη για τας κοπέλλες και βλέπει και πήγαιναν τας τας Γούρνες, κάτω κατά τον Πέτικαν. Γυρίζει οπίσω που χε να κουρέψη τα πρόβατα και λέγει των «βγάλετέ τα όξω γιατί μας επήραν τας κοπέλλες» και κάμνει ίσια κάτω. Την ώραν που δωκε πέρα τον Πέτικαν, βρίσκει έναν πευκαρούδιν και το ξερρίζωσε και το παίρνει στα χέρια και τρέχει απ’ οπίσω των σταύρωμα και βγαίνει στον Πρίνον, και εναντίωσεν τας μέσα στην Πλακούσαν και για δ’ εκείνο λέγεται Πλακούσα. Παίρνει μιαν πέτραν εις την χέραν του μεγάλην και την επόλυκε ομπροσθά των. Γυρίσαν οπίσω να δουν από πού των ήρθεν η πέτρα. Είδαν αυτόν που στέκετο στον Πρίνον. Εβοβήθησαν και τρέχουν ομπροσθά και ξεκουντούσαν τας κοπέλλες να τρέχουν καλά. Έτρεξε και κείνος. Επρόκαμεν τας μέσ’ στα Λακκιά, και δεν τους εσκότωσε, μόνον τους αφήκε και επήγαν στο καΐκι, που το στην Βαθειά Ρύμνη. Εστάθη και ρώτησεν τους απέ που ήσαν, και λέγουν πως ήσαν Φράγκοι. Ευτοί που λαλούσαν τας τρεις κοπέλλες επήρα θάρρος που πολλύναν κι αντιστάθησάν του και έπιανεν ένα έναν και έρρηχνεν τον μέσ’ στο καΐκι, οι άλλοι καθώς τον είδαν, τον εκατάλαβαν πως ήτο ανδρειωμένος, εσαρπαίρναν το κάτεργον να φύγουν. Λέγει των κοπελλών. «Σταθήτε εδωνά κια δήτε τώρα είντα θα τους κάμω». Εμπαίνει μέσα στο γιαλόν και πήγε κοντά στο κάτεργον και πιάνει το από το μπαστούνι και βούλησέ το μαζί με τους αθρώπους. Και πήρε τας κοπέλλες και πήγε τας στου πάππου των στον Κουλαλάν και λέγει των «αφέρου μου βρε Μάρκο, εσύ σαι για να γίνης Πολεμάρκος». Εθύμωσαν λοιπόν οι Φράγκοι πως εχαλάστηκε το κάτεργο, και ήρθαν ύστερι τέσσερα, και ήρθαν οι Φράγκοι και κυνηγούσαν τους αθρώπους και επιάναν τους. Ήρθα πιο κοντά στο χωργιό, οι άθρωποι σαν τους είδαν, εκλειδώθησαν μεσ’ στο κάστρο, έστειλα δυό τρεις αθρώπους και λέγουν του πάππου του. «Είντα καμε ο Μάρκος, με το να πνίξη τους αθρώπους ήρθαν και πλοκάραν μας μεσ’ στο κάστρο». Λέγει του ο πάππος του. «Άδε Μάρκο μου, να τον κυνηγήσης.» Κείνοι το κατάλαβαν και χώνουνταν άμα ήθεν το καταλάβουν πως έφυγε, επήγαιναν πάλι στο κάστρο και επείραζάν τους. Λέγει ο πάππος του «άμε γιέ μου, να μπης στο κάστρο να τους φυλάγης». Εκείνος ήρθε και πήγε στον πύργον και κάθητο και φύλαγεν τους. Μιαν ημέραν ήλλαξε. Από πέρα από τον άγιον Νικόλαν εναντίασε τον πως ήτο Τσίτσος και του ρηξε και λάβωσε τον. Αφού εκατάλαβε πως ελαβώθηκε για να μη τον πιάσουν ζωντανόν (ο πύργος μεγάλος είχεν κλαβανήν εις ώραν ανάγκης, είχεν έναν μάρμαρον που το λέγαν φονιά) το βαλεν ομπρός στην κλαβανήν για να μη ανέβουν απάνω οι Φράγκοι και του πάρουν την κεφαλήν του. Οι Φράγκοι επολεμούσαν να να σηκώσουν το μάρμαρο να ανέβουν επάνω να πάρουν τον Διάκον Πολεμάρκον. Ευτός είντά καμε; Πιάνει και σηκώνει το μάρμαρον αφ’ την κλαβανήν και λέγει των, «είστε πολλοί;» λέγουν του «διακόσοι» κι αυτοί ήσαν είκοσι. Εγύρισε δίπλα το μάρμαρον και ρήχνει το κάτω, και σκοτώνει τους δώδεκα. Αφού είδαν οι άλλοι πως ελέθριασε τους πολλούς, έπιασαν οι άλλοι τους οκτώ, και σκότωσαν τους. Ο Διάκος Πολεμάρκος επέθανε! Αυτοί οι κακόμοιροι εφοβούντα και γυρεύαν πάλιν άλλον ανδρειωμένον να τον πάρουν να τους φυλάγη. Είχε μέσα στα Κοίλα άλλον ανδρειωμένον και λέγαν τον Κωσταντήν Αγγελικούσην επήγαν και περικαλέσαν τον. Λέγουν του «εν έρχαι Κωσταντή να φυλάγης το κάστρο, να μη μας πειράζουν οι Φράγκοι;» λέγει των, «βρε παιδιά εγώ φυλάγω το Δελφίνι, που εδεκεί ράσσουν τα κάτεργα μόνον εις τον Γιόσονα(=Ιάσονα) εν ο Πατσός ο Μαργωνάς, κι αμέτε πήτε του να ρτη». Επήγαν και είπαν του, και δεν ήρκετο. Τότες είχεν εδώ έναν φρένιμον άνθρωπον και λέγει των «ευτόν αν θα τον φέρετε, θα τον φέρετε με μαργιολάν». Λέγουν του «κ’ είντα λογής θα τον φέρωμεν; - Να γεμώστε μιαν κολοκύττα σσούμαν. Ευτός εν μελισσουργκάς κι α πάτε κει να του πήτε, «Πατσέ, να βαλλης θες το μέλι εσύ α βάλλομεν κ’ εμείς ην σσούμαν:» Λέγει των. «Ίσια ίσια βρε παιδιά που ήνοιξαν σσήμερι και τας μέλλισσες.» Κείνος ο φρένιμος ο Μιτσός ο Πονηρός των είχε μιαν παραγγελιά: άμα πως εβγάλη το μέλι και θέκη το χάμαι, να πήτε, βρε παιδιά ποιος εν άξιος να δέση τα χέρια του οπίσω κι να κύψη να φα μέλι; Να κάμετε εσείς πως δεν μπορείτε να φάτε μέλι με τα δεμένα χέρια και κείνος θα πη, φύγετε, βρε, απ ευτού να φάγω εγώ, και σεις την ώραν που τον δήτε να δέση τα χέργια να τρω, να σφικτήτε όλλοι και τον δέσετε αξάγκωνα και να τον πάτε στο χωργιό.» Εκάμαν το αυτό και επήγαν το. Κείνος έκαμε τρις τέσσιρις ημέρες στο κάστρο κι απέ εξέκοψε και φυγε να πα πάκι στον Γιόσοναν. Την ώραν που πρόβαλε στο Ταξιάρχην εφώναξε τ΄ αφέντη του «εγώ φυγα» Λέγει του ο αφέντης του «κρίμας εσέ που σ’ ενίκησαν έξι νομάτοι και δέσα σε και πήγα σε στο χωργιό.» Άμα ήκουσε τον λόγον έσκασε και επήγα κ’ είπα τ’ αφέντη του «ο Πατσός έσκασε». Επήγα και επήραν τον και θάψαν τον στο Σωτήραν απόξω και κει ευρίσκεται το μνήμαν του.

Μαδιάς, Γεώργιος
Μαδιάς, Γεώργιος (EL)

Παραδόσεις

Χίος, Καρδάμυλα


1916




Γεώργιος Ηλ. Μαδδιάς, Καρδάμυλα Χίου, Λαογραφία Ε,1915 - 1916 σελ. 217, αρ. 1

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.