Γριάς το κάτουρο (στης), Γριάς το σώρο (στης), Γριάς τα πρόβατα (στης) τοποθεσία και οι τρεις τοποθεσίες έχουν την εξής παράδοσιν. Κάποια γριά χήρα αρχοντόγρια, με πολύ βιό (γιδοπρόβατα) ανέβαινε κατά τις αρχές του Απρίλη από ξεχειμαδιό στα βουνά. Είχε τρία ανύπαντρα παιδιά βλαστάρια και φυλάγανε τα πρόβατα. Η γριά στο ανέβασμα ερχότανε μπροστά με τα άλογα φορτωμένα τα μπαγάδια. Τα παιδιά της ερχόντουσαν αρκετά πίσω και αργά με τα αρνιά και τα πρόβατα. Για μια στιγμή συννέφιασε ο ουρανός και μ’ αστραπή αυλάκωσε τα μαύρα σύννεφα, στερνά μια βροντή, ένα αλλόκοτο μπουμπουνητό κούνησε τον τόπο. Η γριά στο άκουσμα της βροντής χαμογέλασε με περιφρόνησι, έρριξε μια ματιά κατά τον ουρανό και μουρμούρισε. «Μπρίτσι, Μάρτη μου, εγώ τ’ αρνοκατσικάκια μου τα ‘βγαλα» και σύγκαιρα κατούρησε, κατουρώντας το Μάρτη. Στερνά βάρεσε τ’ άλογά της κι όσο να φτάση στης «Γριάς το σωρό» άνοιξε ο ουρανός κι έρριχνε κάτι χαλαζόσπυρα ίσαμε ένα κεφάλι μικρού παιδιού το τρανύτερο και ίσαμε ένα αυγό το μικρότερο. Η γριά τα χρειάστηκε. Γ΄αυτός ο τόπος ήταν ένα γύρω δεν είχε που να κρυφτή. Κατέβασε το λεβέτι από τ’ άλογο και χώθηκε κάτω από δαύτο. Τα χαλαζόσπυρα όμως τρουπήσανε το χάλκωμα και σκοτώσανε τη γριά. Το ίδιο πάθανε και τ’ άλογά της και τα παιδιά της και τα πρόβατά της και όλα της τα ζωντανά. Εκεί που σκοτωθήκανε τα πρόβατα πέτρες φυτρώσανε (ποιος ξέρει μπορεί και τα ιδιανά τα πρόβατα να πετρώσανε) και το λένε στης γριάς τα πρόβατα. Εκεί που κατούρησε η γριά, το κατούρημά της δεν έσβησε και φαίνεται ακόμα απάνου στο βράχο και το λέμε στης γριάς το κάτουρο. Εκεί που σκοτώθηκε η γριά ανάθεμα φτειάσανε οι άνθρωποι του καιρού κείνου, γιατί εξόν από την γριά έπαθε κι ο άλλος κόσμος συφορά εξ αιτίας της, με το να ειπή πως δεν έχει ανάγκη το Θεό. Κάθε άνθρωπος για να αναθεματίση τη γριά όταν πέρναγε από το ντόπο που θανατώθηκε πέταγε κι από μια πέτρα και σιγά σιγά μαζώχτηκε κείνος ο τρανός σωρός που βλέπεις και το λέμε στης γριάς το σωρό. Ποτέ να μη λέη κανείς ότι ξέφυγε από το θεό και δεν τον έχει ανάγκη άλλο. [ Κατ’ άλλους= Στην μπομπήσου Μάρτη μου, εγώ τ’ αρνοκατσικάκια μου τα ‘βγαλα, σωρός= σήμερα δεν υπάρχει πια σωρός με την 20μετρη διάμετρο και τα 4μ. ύψος πέρασε από πάνω του ο δρόμος και τον σκόρπισε (δημόσιος δρόμος, προς Σέρβου]
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών