Ην ποτε καιρός ότε ο γεωργός φθάνων δια του αρότρου εις το έτερον άκρον του αγρού το ελάμβανε και το μετέφερεν ένθεν και προηγουμένως ήρχιζε. Η δε υφάντρια κόπτουσα την κλωστήν της κερκίδος της εκ του αυτού πάντοτε μέρους έρριπτεν αυτήν. Περιηγούμενος ο Ιησούς την γην ως άγνωστος τις τον μεν γεωργόν συνεβούλευσε να αρχίζη την αροτρίωσιν οπόθεν και έφθανε χωρίς να μεταφέρη επ’ ώμου το άροτρον την δε υφάντριαν να μη κόπτη, την κλωστήν αλλά πατούσα της ποδαρίτσας εναλλάξ και του στήμονος θέσιν μεταβάλλοντος να ρίπτη την κερκίδα απαραλλάκτως ης και νυν. Μετ’ ολίγον δε θέλουν να πεισθή ο Ιησούς περί της ευγνωμοσύνης τούτε γεωργού και της υφαντριάς επισκέφθη πάλιν αυτούς εν άλλη μορφή. Και ο μεν γεωργός εν τη ερωτήσει του Ιησού «ποιος σ’ εδίδαξε να αροτριάς ούτω» μυρίας ευχαριστίας ανέπεμψε τω προδιδάξαντι ξένω. Η δε υφάντρια η μόνη και δια της γνώσεώς μου το εφεύρον είπε». Δι ο και τον μεν, γεωργόν ηυχήθη ν’ αροτρίου και η ετί μίαν ημέραν εργασία του πολλούς επί πολύ να τρέφη και πολλοί να εργάζωνται προς συγκομιδήν αυτής, την δε υφάντριαν να υφαίνη από πρωίας μέχρις εσπέρας το δε υφαινόμενον υπό μάλης να φέρη ένεκα της αγνωμοσύνης της.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών