Μια φορά ο Χριστός επήγαινε με τσοι μαθητές του, από έναν τόπο σ’ έναν άλλο. Δεν εκατέχανε το δρόμο και γυρεύανε κανένα να τους τονε δείξη. Βρήκανε ένα καθισμένο στο δροσιό ενός μεγάλου δέντρου και τον ερωτήξανε. Δεν τους απάντηξε όμως παρά ντεμπέλικα σήκωσε τον ένα του πόδα και τους τον έδειξε. Δεν εκαταλάβανε για πού τόχε βάλει με τον πόδα του και γυρεύανε κάποιον άλλο να τσ’ οδηγήση. Τσοι κουβέντες των τσ’ άκουσε μια γυναίκα που ζύμωνε στη μέσα μεριά του σπιθιού τζι. Αμέσως βγήκεν έξω, ως ήτανε με τσοι ζύμες στα χέρια, και τσοι πήγε ως παραπάνω για να τσ’ ευκολύνη καλά. Άμα προχωρήσανε οι μαθητές αρχίξανε να συζητούνε για την γυναίκα και τον άντρα πόσο αλλιώτικοι ήταν ο ένας από τον άλλο και το λέγανε στο δάσκαλό τωνε. – Κι όμως ο ακαμάτης αυτός άντρας θα πάρη τη γυναίκα τούτη, είπεν ο Χριστός. Στους μαθητές δεν άρεσε αυτό: για να τσοι γαληνέψη τως είπε πως έτσι μόνο θα μπορέση να ζήση ο άντρας αυτός: Κι έδωσε την ευκή του ο Χριστός την ώρα κείνη στα αντρόϋνα που ο ένας είναι δουλευτής κι ο άλλος ντεμπέλης, ο ένας λιγομίλητος κι ο άλλος πολυμιλειδάς γιατί στη διαφορά αυτή έβρισκε πως μπορεί να γεννηθή η συμφωνία που όλοι πεθυμούσι στο γάμο.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών