Ο Χριστός περπάταε δω στον κόσμο. Κίνησ’ από το ιένα το χωριό, να πάη στο άλλο. Στο δρόμο απ’ πάαινε ηύρε το γελαδάρ’. Τα γιλάδια τότες δεν έφευγαν, να τα πιάν’ η μύγα να φεύγ’νε, σταλιάζανι. Τ’ λέει ο Χριστός: Καλημέρα. Αυτός καθόνταν ξαπλωμένος χωρίς κόπους, τρεχάματα. Ούτε σκώθηκε να σεβαστή. Καλημέρα μόνο είπι. Λέει ο Χριστός. Νερό είνι δω κουντά πουθενά; Εα που είνι, λέει κι έδειξε μι το πουδάρ’. Προυχώρησ’ ο Χριστός λιγάκ’ θυμωμένος. Πιο πέρα ήταν ο Πρατάρης, απ’ φύλαε τα πρόβατα. (τσοπάνος). Αυτός όμως δεν πρόφτανε να πάρ’ τη σκούφια τ’. Π’ λάλαε να τα φτάσ’ τα πρόατα. Καλημέρα, τ’ λέει ο Χριστός. Νερό είνι πουθενά. Του λέει κι αυτός: Είνι, μα τι να κάμω τα πρόβατα; Που να τ’ αφήκω; Λέει ο Χριστός. – Άντε φύε και τα πρόβατα θα ντα φ’λάξω εγώ. Έστησ’ ο Χριστός τη μαγγούρα στη γη, την ακούμπ’σε καταή και τα πρόβατα πήγαν όλα κει και σταμάτησαν, όπως μαζεύωνται τώρα. Στάλισαν. Από τότε είναι ήσυχα και κάθονται. Μόλις κίνησ’ ο τσοπάνος να πάη για νερό, τα γελάδια άρχισαν κάνουν όπως έκαναν τόσον καιρό τα πρόβατα κι ο γελαδάρης έκτοτε, πάει και το καθησιό, πάει και η ξάπλα. Ενώ η τσοπάν’ς ξεκουράζνται κάπ’ - κάπ’.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών