Κάποτες σκυλιά δεν υπήρχαν. Ο Χριστός επέρασε από έναν τσομπάνον που βοσκούσε τα πρόβατα και του είπε: «Πήγαινε, παιδί μου, αν θέλης να μου φέρης νερό να πιώ». Ο τσομπάνος του λέει: «Θα πάω να σου φέρω νερό, αλλά πρόσεχε, αν τυχόν έρθη ο λύκος, θα του δώσης ένα πρόβατο καλό». Πράγματι ήρθε ο λύκος. Ο Χριστός του λέει: «Πάρε ένα πρόβατο αρρωστιάρικο». Ο λύκος ώρμησε στο κοπάδι να πάρη καλό πρόβατο. Ο Χριστός τότε παίρνει δυο πέτρες και τις ρίχνει προς το λύκο. Οι πέτρες έγιναν δυο σκυλιά μεγάλα και κυνήγησαν το λύκο. Από τότες και εδώ ο λύκος φοβάται τα σκυλιά και φεύγει.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών