Μια φορά ο Χριστός όταν τον κυνηγούσαν οι Εβραίοι επέρασε από ένα μέρος που ήταν ένας γελαδάρης κ’ έβοσκε αγελάδες. Αυτός ήτανε ξαπλωμένος κάτω από τον ήσκιο του δένδρου. Ο Χριστός του εζήτησε να του φέρη νερό να πιή. Αυτός όπως ήταν ξαπλωμένος εσήκωσε το πόδι του και του έδειξε το μέρος που υπήρχε νερό να πάη να πιη. Πάει ο Χριστός πιο κάτω και συναντά ένα βοσκό με τα πρόβατα. Τότες η μύιγα ήταν στα πρόβατα και τα πρόβατα όπως ήταν μεσημέρι και τα επείραζε η μυίγα έτρεχαν επάνω κάτω. Λέει ο Χριστός στο βοσκό να πάη να του φέρη νερό. Ο βοσκός του απαντά. «Θα πάω αλλά πρόσεχε γιατί τα πρόβατα τα έχει πιάσει μυίγα και φεύγουν». Λέει ο Χριστός: «Μείνε ήσυχος και θα τα κοιτάξω». Ο Χριστός τότε έμπηξε το μπαστούνι του στη γη και έγινε ένας ίσκιος μεγάλος και εμαζεύτηκαν σ’ αυτόν τα πρόβατα. Η μυίγα τότε έφυγε από τα πρόβατα κ’ επήε στα βόδια. Τότε εκατάλαβε ο αγελαδάρης, ότι ήτανε ο Χριστός και του φώναζε «Έλα να πάω να σου φέρω νερό». Από τότες τα πρόβατα μαζεύονταν όλα μαζί ακόμη κι αν δεν υπάρχη δένδρο με σκιά. Τα αγελάδια έχουν την μυίγα.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών