Ο Χριστός επέρασε ένα μεσημέρι από ένα γελαδάρη και του είπε να πάη να του φέρη νερό. Αυτός αρνήθηκε διότι δεν είχε που ν’ αφήση τα ζώα. Επήγε πιο κάτω κ’ ευρήκε ένα τσοπάνο που είχε πρόβατα. Είπε σ’ αυτόν να πάη να του φέρη νερό. Αυτός είπε: «Θα πάω, αλλά δεν έχω ποιος να μου φυλάη τα πρόβατα». Έμεινε ο Χριστός να τα φυλάη. Έβγαλε το καπέλο του και κάτω από την σκιά του μαζεύτηκαν τα πρόβατα. Ευλόγησε τα πρόβατα. Τον αγελαδάρη τον καταράστηκε και έπιασε τα ζώα του η μυίγα. Από τότε η μυίγα πειράζει τα βόδια.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών