Όση λύπη και νάχη ο άντρωπος, θάρθη στιμή που θα γελάση, γιατί και της Παναΐτσας τ’ αχείλι εγέλασε και ακρουμάσου να ιδής: όταν σταυρώσανε το Χριστό, σούμενα πετούμενα επήγανε ναν τη παρηγορήσουνε την Παναΐτσα πήγε κ η χελώνα με το παιδί της ντούκου ντούκου ναν την παρηγορήση. Τη νια μεριά όμως την κλώτσαγε ο ένας, την άλλη ο άλλος και δεν μπόρηγε να κοντοζυγώση την Παναΐτσα «Ήλιε μου και ζαφειράκι μου» λέει τότε κείνη στο χελωνόπλο της «άει να φύγουμε, τι δε μας πιάνουνε εμάς σε χαρτωσιά, μάιδε σε ρώτηση μας παίρνουνε Τόμου η Παναΐτσα «ήλιο και ζαφείρι». Το χελωνόπλο, γέλασε. Για ‘τρα, για ΄τρα, θα είπε μέσα της, το παλιοχελωνόπλο ναν το λέη ήλιο και ζαφειράκι! Και γέλασε. Κι από τότε όση λύπη νάχη κανείς, θα γελάση, γιατί γέλασε κ η Παναΐτσα.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών