Ήταν ένας εδώ στο χωριό μας κι είχε μια καλύβα κι εζούσε μακριά, έξω στα πράματα. Τότες λοιπόν απού γύρ’ζε στη γης ο Χριστός, περνούσε από τα διάφορα σπίτια, πλούσια και φτωχά, πέρασε κι απ’ αυτουνού την καλύβα. Τους έπιασε, λέει, όπως γύριζε με τας μαθητάς και μια νεροποντή απ’ δεν είχανε και που αλλού να πάνε. Πήγε μπροστά ο Χριστός και τ’ χτύπησε την πόρτα. – Άνοιξε, ευλογημένε μ’, να μας φιλοξενήσης. Ποιος είναι; Εγώ ο Ιησούς Χριστός και οι μαθητές του. Ο γέρος άκουσε πως ήταν ο Χριστός κι άνοιξε αμέσως. Δεν του καλάρεσε όμως που είδε να μπαίν’νε, να μπαίν’νε 12 μαθητάδες κι ένας ο Χριστός 13. Μα δεν είπε τίποτα. Επεριποιήθ’κε το Χριστό και τους Αποστόλους κι όταν ετελείωσε η νύχτα, το πρωί του είπε ο Χριστός. – Ό,τι αμαρτίες και να χ’ς τώρα που περιποιήθ΄κες το Χριστό, θα σε περιποιηθή και ‘κείνος στον παράδεισο. Ευχαριστώ του λέει, αφέντη Χριστέ, ήμουνα πολύ τυχερός που ήρτες στην καλύβα μου. Περάσανε τα χρόνια, πέθανε ο γέρος, ήρθε ο άγγελος να τ’ πάρ’ την ψυχή, να τ’ πάη στον Παράδεισο. Λέει στον Άγγελο. – Θα περάσωμ’ απ’ την Κόλαση να πάρωμε και τις ψυχές απ’ τους συγγενήδες μ’. Τ’ λέει ο Άγγελος. – Εγώ έχω μονάχα για σένα τ’ν εντολή. Εκείνος τ’ λέει. – Πάρτους εσύ μαζί σ’ κι γω ξέρω τι θα πω στο Χριστό. Πήρε το σόϊ τ΄ ο φτωχός απ’ την Κόλαση κι χτύπ’σε την πόρτα της Παραδείσου. – Ποιος είναι; Εγώ ο Χωτανίτ’ς ο τάδε. – Εσύ είσι; Πέρασε μέσα. – Αμ δεν είμαι μονάχος μου! Ποιος άλλος είναι; Μερικοί συγγενείς μου. – Στάσ’ να ρωτήσουμε το Χριστό. Πάνε ρωτήσανε το Χριστό κατάλαβε κείνος σαν καρδιογνώστ’ς, είπε, ας έμπουν. Δεν ήξερε όμως πως ήταν μπουλούκι στρατός. Ολ’ οι πεθαμένοι Χωτανίτες, πως του λέει ύστερα ο Χριστός του γέρου. – Δεν είπα να φέρ’ς τόσοι πολλοί. Το παράκαμες. – Μα μήπως εγώ, λέει κείνος ήξερα πόσους είχες εσύ, Χριστέ μου!
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών