Σ’ ένα από τα νησά στα Δωδεκάνησα, στην Κάλυμνο θαρρώ είναι ο Μιχαήλ Αρχάγγελος ο Παλερημίτης. Εκεία ‘τονε μίαν κολόνα που ‘γραφε στο επάνω μέρος : «Όποιος με χτυπήση στην κεφαλή δα’ βρή βίος πολύ». Επηγαίνανε αρχαιολόγοι, επηγαίνανε οι καλόγεροι, επηγαίνανε πολλοί, έχτυπούσανε την κολόνα στην κορφή, μα δεν ευρίσκανε πράμα. Μια ταχινή πάει το βοσκάκι του μοναστηριού και θωρεί που ήπεφτε η γι- άκρη τσ’ ασκιανιάδας της κολόνας. Πάει και σκάφτει εκενά και βρίσκει μια σίγλα γεμάτη φλουριά σκεπασμένα με μια πλάκα από πάνω. Γιαγέρνει στο μοναστήρι ντελόγο, βρίσκει το γούμενο και λέει του το. «Ετσέ και ετσέ κι εύρηκα ‘γώ το βιός που γράφει η κολόνα». Δίδει του ο γούμενος έναν καλόγερο και πάνε να τα πάρουνε. Παίρνει ο καλόγερος τη σίγλα βάνει τη στη βάρκα του κι απόι δένει στο λαιμό του βοσκάκι την πλάκα και ρίχνει το στη θάλασσα. Το βοσκάκι επρόφταξε κι είπε : «Μιχαήλ αρχάγγελε, βοήθει μοι». Πάει ο καλόγερος στο μοναστήρι και ρωτούσιν τόνε «Μπρέ πού είναι τα φλουριά; Μπρέ δεν τ’ αφήνεις το διαολομπάσταρδο κι αυτό με ‘παίξε; Ήδωκα του κι εγώ ‘ναι μπάτσο κι εσκώθηκε κι εμίσεψε». Επιστέψασιν τον το οι καλογέροι, και παίρνει κι αυτός ύστερα τα φλουριά και πάει και χώνει τα. Την ταχινή, νύχτιν πά νύχτιν πά, σκώνεται, ο καντηλανάφτης και πάει στην εκκλησά ν’ άψη τα καντήλια κι ακούει μέσα τούρτουρο. Γιαγέρνει τα μπρός οπίσω και πάει στο γούμενο και λέει του το. «Πάτερ ηγούμενε να ρθής να δής ίντα ‘ναι μέσα στην εκκλησά και τουρτουρίζει, γιατί εγώ δεν μπάινω μέσα. Επήγα ν’ άψω τα καντήλια κι ήκουσα τούρτουρο». Πάει ο γούμενος και μπάινει στην εκκλησά και θωρεί το βοσκάκι στο ιερό βουρίδι και με την πλάκα στο λαιμό. «Ίντα ‘ναι μωρέ, αυτανέ τα χάλια απού ‘χεις;» «Ο καλόγερος μου ‘δεσε την πλάκα στο λαιμό και με ‘ριξέ στη θάλασσα, μα ο Αρχάγγελος δε με ΄φηκε να πνιγώ, μόνο με ‘βγαλε». Καλεί ο γούμενος ντελόγο τον καλόγερο και του το λέει : «Ίντα ‘ναι, μωρέ, τούτανε, απού ‘καμες του κοπελιού; Όξω απού το μοναστήρι».Παίρνουσιν τα τα φλουριά και βγάνουν τονε όξω κι απόι κάνουνε καλόγερο το βοσκάκι. Μπρός οπίσω = αμέσως, βουρίδι = κάθυγρο

Σ’ ένα από τα νησά στα Δωδεκάνησα, στην Κάλυμνο θαρρώ είναι ο Μιχαήλ Αρχάγγελος ο Παλερημίτης. Εκεία ‘τονε μίαν κολόνα που ‘γραφε στο επάνω μέρος : «Όποιος με χτυπήση στην κεφαλή δα’ βρή βίος πολύ». Επηγαίνανε αρχαιολόγοι, επηγαίνανε οι καλόγεροι, επηγαίνανε πολλοί, έχτυπούσανε την κολόνα στην κορφή, μα δεν ευρίσκανε πράμα. Μια ταχινή πάει το βοσκάκι του μοναστηριού και θωρεί που ήπεφτε η γι- άκρη τσ’ ασκιανιάδας της κολόνας. Πάει και σκάφτει εκενά και βρίσκει μια σίγλα γεμάτη φλουριά σκεπασμένα με μια πλάκα από πάνω. Γιαγέρνει στο μοναστήρι ντελόγο, βρίσκει το γούμενο και λέει του το. «Ετσέ και ετσέ κι εύρηκα ‘γώ το βιός που γράφει η κολόνα». Δίδει του ο γούμενος έναν καλόγερο και πάνε να τα πάρουνε. Παίρνει ο καλόγερος τη σίγλα βάνει τη στη βάρκα του κι απόι δένει στο λαιμό του βοσκάκι την πλάκα και ρίχνει το στη θάλασσα. Το βοσκάκι επρόφταξε κι είπε : «Μιχαήλ αρχάγγελε, βοήθει μοι». Πάει ο καλόγερος στο μοναστήρι και ρωτούσιν τόνε «Μπρέ πού είναι τα φλουριά; Μπρέ δεν τ’ αφήνεις το διαολομπάσταρδο κι αυτό με ‘παίξε; Ήδωκα του κι εγώ ‘ναι μπάτσο κι εσκώθηκε κι εμίσεψε». Επιστέψασιν τον το οι καλογέροι, και παίρνει κι αυτός ύστερα τα φλουριά και πάει και χώνει τα. Την ταχινή, νύχτιν πά νύχτιν πά, σκώνεται, ο καντηλανάφτης και πάει στην εκκλησά ν’ άψη τα καντήλια κι ακούει μέσα τούρτουρο. Γιαγέρνει τα μπρός οπίσω και πάει στο γούμενο και λέει του το. «Πάτερ ηγούμενε να ρθής να δής ίντα ‘ναι μέσα στην εκκλησά και τουρτουρίζει, γιατί εγώ δεν μπάινω μέσα. Επήγα ν’ άψω τα καντήλια κι ήκουσα τούρτουρο». Πάει ο γούμενος και μπάινει στην εκκλησά και θωρεί το βοσκάκι στο ιερό βουρίδι και με την πλάκα στο λαιμό. «Ίντα ‘ναι μωρέ, αυτανέ τα χάλια απού ‘χεις;» «Ο καλόγερος μου ‘δεσε την πλάκα στο λαιμό και με ‘ριξέ στη θάλασσα, μα ο Αρχάγγελος δε με ΄φηκε να πνιγώ, μόνο με ‘βγαλε». Καλεί ο γούμενος ντελόγο τον καλόγερο και του το λέει : «Ίντα ‘ναι, μωρέ, τούτανε, απού ‘καμες του κοπελιού; Όξω απού το μοναστήρι».Παίρνουσιν τα τα φλουριά και βγάνουν τονε όξω κι απόι κάνουνε καλόγερο το βοσκάκι. Μπρός οπίσω = αμέσως, βουρίδι = κάθυγρο
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Σ’ ένα από τα νησά στα Δωδεκάνησα, στην Κάλυμνο θαρρώ είναι ο Μιχαήλ Αρχάγγελος ο Παλερημίτης. Εκεία ‘τονε μίαν κολόνα που ‘γραφε στο επάνω μέρος : «Όποιος με χτυπήση στην κεφαλή δα’ βρή βίος πολύ». Επηγαίνανε αρχαιολόγοι, επηγαίνανε οι καλόγεροι, επηγαίνανε πολλοί, έχτυπούσανε την κολόνα στην κορφή, μα δεν ευρίσκανε πράμα. Μια ταχινή πάει το βοσκάκι του μοναστηριού και θωρεί που ήπεφτε η γι- άκρη τσ’ ασκιανιάδας της κολόνας. Πάει και σκάφτει εκενά και βρίσκει μια σίγλα γεμάτη φλουριά σκεπασμένα με μια πλάκα από πάνω. Γιαγέρνει στο μοναστήρι ντελόγο, βρίσκει το γούμενο και λέει του το. «Ετσέ και ετσέ κι εύρηκα ‘γώ το βιός που γράφει η κολόνα». Δίδει του ο γούμενος έναν καλόγερο και πάνε να τα πάρουνε. Παίρνει ο καλόγερος τη σίγλα βάνει τη στη βάρκα του κι απόι δένει στο λαιμό του βοσκάκι την πλάκα και ρίχνει το στη θάλασσα. Το βοσκάκι επρόφταξε κι είπε : «Μιχαήλ αρχάγγελε, βοήθει μοι». Πάει ο καλόγερος στο μοναστήρι και ρωτούσιν τόνε «Μπρέ πού είναι τα φλουριά; Μπρέ δεν τ’ αφήνεις το διαολομπάσταρδο κι αυτό με ‘παίξε; Ήδωκα του κι εγώ ‘ναι μπάτσο κι εσκώθηκε κι εμίσεψε». Επιστέψασιν τον το οι καλογέροι, και παίρνει κι αυτός ύστερα τα φλουριά και πάει και χώνει τα. Την ταχινή, νύχτιν πά νύχτιν πά, σκώνεται, ο καντηλανάφτης και πάει στην εκκλησά ν’ άψη τα καντήλια κι ακούει μέσα τούρτουρο. Γιαγέρνει τα μπρός οπίσω και πάει στο γούμενο και λέει του το. «Πάτερ ηγούμενε να ρθής να δής ίντα ‘ναι μέσα στην εκκλησά και τουρτουρίζει, γιατί εγώ δεν μπάινω μέσα. Επήγα ν’ άψω τα καντήλια κι ήκουσα τούρτουρο». Πάει ο γούμενος και μπάινει στην εκκλησά και θωρεί το βοσκάκι στο ιερό βουρίδι και με την πλάκα στο λαιμό. «Ίντα ‘ναι μωρέ, αυτανέ τα χάλια απού ‘χεις;» «Ο καλόγερος μου ‘δεσε την πλάκα στο λαιμό και με ‘ριξέ στη θάλασσα, μα ο Αρχάγγελος δε με ΄φηκε να πνιγώ, μόνο με ‘βγαλε». Καλεί ο γούμενος ντελόγο τον καλόγερο και του το λέει : «Ίντα ‘ναι, μωρέ, τούτανε, απού ‘καμες του κοπελιού; Όξω απού το μοναστήρι».Παίρνουσιν τα τα φλουριά και βγάνουν τονε όξω κι απόι κάνουνε καλόγερο το βοσκάκι. Μπρός οπίσω = αμέσως, βουρίδι = κάθυγρο

Λιουδάκη, Μαρία
Λιουδάκη, Μαρία (EL)

Παραδόσεις

Κρήτη, Μεραμβέλλο, Λατσίδα


1938




Αρ. 1162 Β, σελ. 37 – 39, Μ. Λιουδάκη, Μεραμβέλλο, Λάτσιδα, 1938

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.