Ο Ά Γιώργης στα Ξερά Ξύλα τον παλιόν καιρό είχενε πολλά ζευγάρια, μα και πολλούς καλογέρους και δούλους όπου λαλούσανε τα ζευγάρια. Μια κοπανιά βγήκανε κρουσάροι ίσαμε το μοναστήρι και παίρνουν τα ζευγάρια τα’ άγι Ωργίου και κατεβάζουν τα στο βορνόγιαλό, βάνουν τα στα καΐκια ντους και μισεύγουνε. Σκώνονται την ταχινή οι καλόγεροι, έλα και να δής! Έλειπανε όλα τα ζευγάρια. Μέσα στοι καλογέρους ήτονε κι ένας καλόγερος πολλά δίκαιος. Αυτός να δή πως της επήραν τα βούγια, εφουρκίστικε και πάει και παίρνει την εικόνα τ’ Άγι Ωργιού, βάνει τη στον ήλιο και λέει τους : Ίντα σ’ έχω ‘πάε καις ε θυμιάζω και σε δοξάζω; Και σ’ αφτώ το καντήλι σου; Γιάντα ‘φήκες και μας επήρανε τα βούγια; Όχι άλλο η Παναγία, μπορεί να ‘τονε στον ποταμό κι ήπλυνε τα πανιά του κοπελιού τζης, μα του λόγου σου, ίντα κάνεις επαδά; Ατόν δα ν’ έχω να λιώσεις ίσαμε να μου βρής τα βούγια να τα φέρεις οπίσω. Κι απόι μπαίνει ο καλόγερος και καθίζει μέσα κι αφήνει την εικόνα τ’ Άγι Ωργιού στον ήλιο. Μια κοπανιά παιδί μου, θωρούν τζι βουϊδάρες κι εκολυμπούσανε στο βορνό γιαλο κι ηρχούντανε όξω. Και μία μία έρχονται όλες στο μοναστήρι. Τότεσα, ήπιασε κι ο καλόγερος την εικόνα τ’ Αγί Ωργίου και την ήβαλε μέσα. «Άγι Ωργίου» = Γιωργιού, «Ξερά Ξύλα» = Τα Ξερά Ξύλα είναι τοπονύμιο στην επαρχία Μεραμπέλλον Κρήτης. Είναι μια επίπεδη έχταση ανάμεσα στα βουνά «Αφέντη Σταυρό», «Ξερολίμνη», Πέτρου» και «Κουρούνες». Στη μέση των «Ξερών Ξύλων είναι κοινόβιο μοναστήρι ο Ά Γιώργης ης ακούεται ο Ά Γιώργης στα Ξερά Ξύλά., «εφουρκίστικε» = θύμωσε υπερβολικά, «απόι» = κατόπιν, «βουϊδάρες» = μεγάλα βόδι

Ο Ά Γιώργης στα Ξερά Ξύλα τον παλιόν καιρό είχενε πολλά ζευγάρια, μα και πολλούς καλογέρους και δούλους όπου λαλούσανε τα ζευγάρια. Μια κοπανιά βγήκανε κρουσάροι ίσαμε το μοναστήρι και παίρνουν τα ζευγάρια τα’ άγι Ωργίου και κατεβάζουν τα στο βορνόγιαλό, βάνουν τα στα καΐκια ντους και μισεύγουνε. Σκώνονται την ταχινή οι καλόγεροι, έλα και να δής! Έλειπανε όλα τα ζευγάρια. Μέσα στοι καλογέρους ήτονε κι ένας καλόγερος πολλά δίκαιος. Αυτός να δή πως της επήραν τα βούγια, εφουρκίστικε και πάει και παίρνει την εικόνα τ’ Άγι Ωργιού, βάνει τη στον ήλιο και λέει τους : Ίντα σ’ έχω ‘πάε καις ε θυμιάζω και σε δοξάζω; Και σ’ αφτώ το καντήλι σου; Γιάντα ‘φήκες και μας επήρανε τα βούγια; Όχι άλλο η Παναγία, μπορεί να ‘τονε στον ποταμό κι ήπλυνε τα πανιά του κοπελιού τζης, μα του λόγου σου, ίντα κάνεις επαδά; Ατόν δα ν’ έχω να λιώσεις ίσαμε να μου βρής τα βούγια να τα φέρεις οπίσω. Κι απόι μπαίνει ο καλόγερος και καθίζει μέσα κι αφήνει την εικόνα τ’ Άγι Ωργιού στον ήλιο. Μια κοπανιά παιδί μου, θωρούν τζι βουϊδάρες κι εκολυμπούσανε στο βορνό γιαλο κι ηρχούντανε όξω. Και μία μία έρχονται όλες στο μοναστήρι. Τότεσα, ήπιασε κι ο καλόγερος την εικόνα τ’ Αγί Ωργίου και την ήβαλε μέσα. «Άγι Ωργίου» = Γιωργιού, «Ξερά Ξύλα» = Τα Ξερά Ξύλα είναι τοπονύμιο στην επαρχία Μεραμπέλλον Κρήτης. Είναι μια επίπεδη έχταση ανάμεσα στα βουνά «Αφέντη Σταυρό», «Ξερολίμνη», Πέτρου» και «Κουρούνες». Στη μέση των «Ξερών Ξύλων είναι κοινόβιο μοναστήρι ο Ά Γιώργης ης ακούεται ο Ά Γιώργης στα Ξερά Ξύλά., «εφουρκίστικε» = θύμωσε υπερβολικά, «απόι» = κατόπιν, «βουϊδάρες» = μεγάλα βόδι
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Ο Ά Γιώργης στα Ξερά Ξύλα τον παλιόν καιρό είχενε πολλά ζευγάρια, μα και πολλούς καλογέρους και δούλους όπου λαλούσανε τα ζευγάρια. Μια κοπανιά βγήκανε κρουσάροι ίσαμε το μοναστήρι και παίρνουν τα ζευγάρια τα’ άγι Ωργίου και κατεβάζουν τα στο βορνόγιαλό, βάνουν τα στα καΐκια ντους και μισεύγουνε. Σκώνονται την ταχινή οι καλόγεροι, έλα και να δής! Έλειπανε όλα τα ζευγάρια. Μέσα στοι καλογέρους ήτονε κι ένας καλόγερος πολλά δίκαιος. Αυτός να δή πως της επήραν τα βούγια, εφουρκίστικε και πάει και παίρνει την εικόνα τ’ Άγι Ωργιού, βάνει τη στον ήλιο και λέει τους : Ίντα σ’ έχω ‘πάε καις ε θυμιάζω και σε δοξάζω; Και σ’ αφτώ το καντήλι σου; Γιάντα ‘φήκες και μας επήρανε τα βούγια; Όχι άλλο η Παναγία, μπορεί να ‘τονε στον ποταμό κι ήπλυνε τα πανιά του κοπελιού τζης, μα του λόγου σου, ίντα κάνεις επαδά; Ατόν δα ν’ έχω να λιώσεις ίσαμε να μου βρής τα βούγια να τα φέρεις οπίσω. Κι απόι μπαίνει ο καλόγερος και καθίζει μέσα κι αφήνει την εικόνα τ’ Άγι Ωργιού στον ήλιο. Μια κοπανιά παιδί μου, θωρούν τζι βουϊδάρες κι εκολυμπούσανε στο βορνό γιαλο κι ηρχούντανε όξω. Και μία μία έρχονται όλες στο μοναστήρι. Τότεσα, ήπιασε κι ο καλόγερος την εικόνα τ’ Αγί Ωργίου και την ήβαλε μέσα. «Άγι Ωργίου» = Γιωργιού, «Ξερά Ξύλα» = Τα Ξερά Ξύλα είναι τοπονύμιο στην επαρχία Μεραμπέλλον Κρήτης. Είναι μια επίπεδη έχταση ανάμεσα στα βουνά «Αφέντη Σταυρό», «Ξερολίμνη», Πέτρου» και «Κουρούνες». Στη μέση των «Ξερών Ξύλων είναι κοινόβιο μοναστήρι ο Ά Γιώργης ης ακούεται ο Ά Γιώργης στα Ξερά Ξύλά., «εφουρκίστικε» = θύμωσε υπερβολικά, «απόι» = κατόπιν, «βουϊδάρες» = μεγάλα βόδι

Λιουδάκη, Μαρία
Λιουδάκη, Μαρία (EL)

Παραδόσεις

Κρήτη, Μεραμβέλλο, Βουλισμένη


1937




Αρ. 1105, σελ. 225 – 226, Μ. Λιουδάκη, Κρήτη, Βουλισμένη, 1937

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.