Μιαν κοπανιά ένας βοσκός ήταξε στον Ά Γιώργη τον Απανωσήφη έναν τράγο. Και τούτως ο τράγος εβγήκε περίσσα καλός κι επαραβόλιαζε τα όζα και δεν τα άφηνε ν’ αγγίξουν στα σπαρμίνα. Ο Βοσκός ελυπούντονε να τόνε πάη στον Άη Γιώργη και λέει μιαν ημέρα του παιδιού ντου. Έλα, μωρέ παιδί μου, να πάμε τούντονε τον άλλον τράγο, στον άγιο. Ντα και τουτοσά είναι καλός, σαν και τον άλλο. Να κρατήσωμε τον άλλο απού παραβολιάζει τα όζα. Παίρνουν κιόλας κιόλας τον άλλον τράγο και πάνε τονε στον Ά Γιώργη τον Απανωσήφη. Την ταχινή κάμανε τη λειτουργία. Σαν επόλυσεν η εκκλησία εβγήκανε όξω κι ακούει κι ο βοσκός το κουδούνι των όζω ντου. «Μωρέ! Κουδούνι όζω γρικώ κι ίδια πως είναι το κουδούνι των όζω μας» Ξαναγούνε κιόλας και θωρούνε τον τράγο κι ήφερνε τα όζα. Φέρνει τα και μαντρίζει τα όλα στην αυλή τσ’ εκκλησίας. Ο βοσκός χτυπά τότεσά τη βέργα ντου στην αυλή τσ’ εκκλησάς κι λέει : «Σαν είσαι θαυματουργός να βγάλης επαδέ νερό.». Και βγάνει κιόλας νερό ανεβάλλουσα. Αφήνει τότεσα ο βοσκός τον τασιμάρικο τράγο και παίρνει τα όζα ντου και γιαγέρνει οπίσω. “Ά Γιώργη τον Απανωσήφη” = κοινόβιο μοναστήρι στον Ν. Ηρακλείου ο Άγιος Γιώργιος ο Απανωσήφης, “επαραβόλιαζε” = τα πήγαινε στην άκρη στο χωριό κι βόσκουνταν, “Αναβάλλουσα” = Πήδαξ,

Μιαν κοπανιά ένας βοσκός ήταξε στον Ά Γιώργη τον Απανωσήφη έναν τράγο. Και τούτως ο τράγος εβγήκε περίσσα καλός κι επαραβόλιαζε τα όζα και δεν τα άφηνε ν’ αγγίξουν στα σπαρμίνα. Ο Βοσκός ελυπούντονε να τόνε πάη στον Άη Γιώργη και λέει μιαν ημέρα του παιδιού ντου. Έλα, μωρέ παιδί μου, να πάμε τούντονε τον άλλον τράγο, στον άγιο. Ντα και τουτοσά είναι καλός, σαν και τον άλλο. Να κρατήσωμε τον άλλο απού παραβολιάζει τα όζα. Παίρνουν κιόλας κιόλας τον άλλον τράγο και πάνε τονε στον Ά Γιώργη τον Απανωσήφη. Την ταχινή κάμανε τη λειτουργία. Σαν επόλυσεν η εκκλησία εβγήκανε όξω κι ακούει κι ο βοσκός το κουδούνι των όζω ντου. «Μωρέ! Κουδούνι όζω γρικώ κι ίδια πως είναι το κουδούνι των όζω μας» Ξαναγούνε κιόλας και θωρούνε τον τράγο κι ήφερνε τα όζα. Φέρνει τα και μαντρίζει τα όλα στην αυλή τσ’ εκκλησίας. Ο βοσκός χτυπά τότεσά τη βέργα ντου στην αυλή τσ’ εκκλησάς κι λέει : «Σαν είσαι θαυματουργός να βγάλης επαδέ νερό.». Και βγάνει κιόλας νερό ανεβάλλουσα. Αφήνει τότεσα ο βοσκός τον τασιμάρικο τράγο και παίρνει τα όζα ντου και γιαγέρνει οπίσω. “Ά Γιώργη τον Απανωσήφη” = κοινόβιο μοναστήρι στον Ν. Ηρακλείου ο Άγιος Γιώργιος ο Απανωσήφης, “επαραβόλιαζε” = τα πήγαινε στην άκρη στο χωριό κι βόσκουνταν, “Αναβάλλουσα” = Πήδαξ,
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Μιαν κοπανιά ένας βοσκός ήταξε στον Ά Γιώργη τον Απανωσήφη έναν τράγο. Και τούτως ο τράγος εβγήκε περίσσα καλός κι επαραβόλιαζε τα όζα και δεν τα άφηνε ν’ αγγίξουν στα σπαρμίνα. Ο Βοσκός ελυπούντονε να τόνε πάη στον Άη Γιώργη και λέει μιαν ημέρα του παιδιού ντου. Έλα, μωρέ παιδί μου, να πάμε τούντονε τον άλλον τράγο, στον άγιο. Ντα και τουτοσά είναι καλός, σαν και τον άλλο. Να κρατήσωμε τον άλλο απού παραβολιάζει τα όζα. Παίρνουν κιόλας κιόλας τον άλλον τράγο και πάνε τονε στον Ά Γιώργη τον Απανωσήφη. Την ταχινή κάμανε τη λειτουργία. Σαν επόλυσεν η εκκλησία εβγήκανε όξω κι ακούει κι ο βοσκός το κουδούνι των όζω ντου. «Μωρέ! Κουδούνι όζω γρικώ κι ίδια πως είναι το κουδούνι των όζω μας» Ξαναγούνε κιόλας και θωρούνε τον τράγο κι ήφερνε τα όζα. Φέρνει τα και μαντρίζει τα όλα στην αυλή τσ’ εκκλησίας. Ο βοσκός χτυπά τότεσά τη βέργα ντου στην αυλή τσ’ εκκλησάς κι λέει : «Σαν είσαι θαυματουργός να βγάλης επαδέ νερό.». Και βγάνει κιόλας νερό ανεβάλλουσα. Αφήνει τότεσα ο βοσκός τον τασιμάρικο τράγο και παίρνει τα όζα ντου και γιαγέρνει οπίσω. “Ά Γιώργη τον Απανωσήφη” = κοινόβιο μοναστήρι στον Ν. Ηρακλείου ο Άγιος Γιώργιος ο Απανωσήφης, “επαραβόλιαζε” = τα πήγαινε στην άκρη στο χωριό κι βόσκουνταν, “Αναβάλλουσα” = Πήδαξ,

Λιουδάκη, Μαρία
Λιουδάκη, Μαρία (EL)

Παραδόσεις

Κρήτη, Μεραμβέλλο, Λατσίδα


1938




Αρ. 1162 Β, σελ. 30 – 31, Μ. Λιουδάκη, Μεραμβέλλο, Λάτσιδα, 1938

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.