Εδώ στο χωριό μας έπεσε πείνα. Δέκα χωριανοί ντροπιάστηκαν να ζητιανέψουν και βγήκαν στο κλαρί. Πήγαν πρώτα στα κατ’ χωριά να πάρ’ αλεύρι. Φκιάκαν σημειώματα με σφραγίδα «οι πέντ’ αδελφοί» και τα ‘στέλναν σε νοικοκυραίοι. Ένας τους απάντησε ότι δεν στέλνει κι αν είναι άντρες να πάνε εκεί. Αυτοί πήγαν στους Κουβανάδες, εμπλοκάρησαν το χωριό, πήραν όμηρο το παιδί του παπά. Κι αντί για 50 οκάδες του ζητούσαν 500. Αναγκάστηκε ο παπάς να φέρ’ στο λημέρι τις οκάδες και του ‘δωκαν το παιδί. (Το περιποιήθηκαν αρματωμένο με κάπα με τον τραβά τ’ 24 – 25 χρονών παιδί). Τσ’ ήφηρι και ρουχισμό κι τσαρούχια. Μετά έρχιτι στρατός Ιταλικός (2000 στρατός), ήρθανε στο χωριό μαζί Έλληνες χωροφύλακες. Πιάσανε ομήρους απ’ τους συγγενήδες (όλο το χωριό στην εκκλησία Άγι Γιωργίου). Ο Ιταλός ταγματάρχης σήκωσε χειροβομβίδα στα χέρια τ’ και την απολύσ’. – Θα σαςκάψω. Αλλά το χέρι τ’ δεν κατέβαινε πιάστ’κε. Λέει στο παπά του χωριού : Ποιόν Άγιο έχετε σεις εδώ κι προσκυνάτε; Λέμε : « Τον Άγιο Γεώργιο». Να τον ευχαριστήτε, γιατί κάτι με κράτησε και δεν σας σκοτώνω. Ύστερα τους έβγαλε στα δέντρα, στη γραμμή. Έκαμε πάλι για φόβο, αλλά δεν τράβηξ’. Είχανε μαζί τους πυρομαχικά και πετρέλαια, αλλά δεν κάψανε το χωριό.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών