Ο προφήτ’ Ηλίας ήτανε σ’ ένα χωριό και ζούσε μαζί τ’ς ανθρώπους. Όλοι τους ήdαν ειδωλολάτρες και δε bιστεύγανε το Θεό. Ο προφήτ’ Ηλίας ήταν άνθρωπος του Θεού, ήσυχος και καλός. Καθέ μέρα προσεύχεdαν . Ο θεός έβλεπε τους ειδωλολάτρες κι ήξερε τα εγκάρδιά τους , γι’ αυτό ήθελε να τους καταστρέψη. Έκαμε τρία χρόνια ανεδριά και δεν έβρεχε. Αυτοί άρχεψαν να πεινάνε. Όσα είχαν τα φάγανε. Φάγανε όλα τα τρεφώματα τ’ς. Τα δέντρα ξεράθηκαν. Μια γριά βγήκε έξω απ’ το χωριό, να βρή κάτι να μαγειρέψη. Είχι ένα παιδάκι κι τ’ άφησε σπίτι τ’ς. Κει που γύρζε στο βουνό και μάζευε κλαράκια, βρήκε τον Προφήτ’ Ηλία έξω απ’ την καλύβα του. – Που γυρίζ’ς εδώ; Τη ρώτξε. – Έφυγα πέ τη bείνα κι ήρτα να μαζέψω ότι εύρω να φάμε. Του είπε πως πεινάνε ούλοι κάτω στο gάbο και πως έχει τρία χρόνια να βρέξη. – Δε gάνατε λιτανεία, να παρακαλέστε το Θεό να βρέξη; - Κάναμε. – Θα κατέβω εγώ κάτου, να σας κάνω λιτανεία να βρέξ’. Τι έχεις εσύ και τρώς; - Λίγο αλεύρι και λάδ’ στο κιούπι μ’ κι απ’ ότι φκειάνουμε, τρώω μισό εγώ και μισό το παιδί μου – Δε με gάν’ς ένα κουλουράκι να φέρ’ς και μένα; - Αφού θέλεις, θα σε φέρω. Ας μη φάμε εγώ και το παιδί μου. – Ευχαριστώ. Και θα παρακαλέσω το Θεό, να στα διπλασιάση. – Έφ’γε η γριά να πάη στο σπίτι τ’ς, να φέρει το κουλούρι, μα όταν έφτασε κει, βρήκε το παιδί της πεθαμένο. Σηκώνεται πάει πάλι στο βουνό ναβρή τον Προφήτ’ Ηλία (έμαθε δα το μέρος). – Το και το, του λέει. – Τραύα εσύ μπροστά, της λέει κείνα, και θάρθω σπίτι σου. Έγινε τεπτίλ’ και κατέβηκε στο χωριό. Φτάνει στο σπίτι τς γυναίκας, πάει στο κρεββατ’ του παιδιού, το ξεσκεπάζει κι άρχεψε τα γέλια. – Να πούναι γέρο! Τι μου λές πως πέθανε; Θάμασ’ αυτή, βγαίνει έξω, τρέχει το λέει στον Πρόεδρο το και το. – Εσύ που τον ξέρ΄ς, της λέει κείνος, να πάς να τον φέρ’ς εδώ. Πήγε τούπε του Προφήτ’ Ηλία και κατέβ’κε στον πρόεδρο. – Συ πούκανες τέτοιο θάμα στη γυναίκα, μπορείς να κάν’ς και το θεό να βρέξ’. – Να κάμετε λιτανεία στο Θεό. Αυτοί πιάσανε κ προσκυνούσαν τα δέντρα και τα ράχτια. Περίμεναν ύστερα να βρέξη, τίποτα. Αρχεύει τότε ο Προφήτ’ Ηλίας να κάνη δέηση. Σήκωσε τα χέρια του και παρακάλαε τον αληθινό Θεό. Σ’ ένα τέταρτο της ώρας άρχεψε να συννεφιάζ’ ο ουρανός, να μπουμπουνίζη, κι έπιασε βροχή που κράτησε τρία μερόνυχτα. Ποταμός έτρεχε το νερό. Τα σπίτια γιόμωσαν. Τώρα άρχεψαν να παρακαλούν σταματήσ’. Λένε της γριάς : - Να πά να τον φέρ’ς να μας σταματήσ’ τη βροχή, αλλιώς θα πνιγούμε. Πάει η γριά στο βουνό, βρίσκει τον Προφήτ’ Ηλία, του το λέει. Κατέβηκε εκείνος πάλι στο χωριό. – Θα μου φέρετε, τους λέγει, πέντε φορτία ξύλα. Φέρανε τα ξύλα και τα στοιβάξαν, κάμαν ένα καμενάκ’ (σωρό). – Φέρτε μου τώρα και νερό πολύ. Τούφεραν το νερό, πήρε αυτός έναν dενεκέ κι άρχισε να βρέχει τα ξύλα. Αφού τα ‘βρεξε καλά, τραβάει ένα σπίρτο και τους βάνει φωτιά. Έγινε dουμάνι καπνός, που γέμ’σε ο ουρανός. Πήγε πάνω και σταμάτ’σε τη βροχή. Είδανε κι αυτό το θαύμα οι δωλολάτρες κι’ επιστέψανε στο Θεό. Ύστερα ο Προφήτ’ Ηλίας ανέβ’κε πάλι στο βουνό του και κάθ’σε εκεί. Κάθεται πάντα στο βουνό και προσεύχεται και προφητεύει. (Τεπτιλ’ = δηλ. μεταμφιέσθη, άλλαξε,)
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών