Κάποτε ο Άγιος Κασιανός που εορτάζεται κάθε 4 χρόνια στο δίσεκτο την 29 Φεβρουαρίου κατά συμβούλην του διαβόλου έκανε αίτησιν στο γέρο Σαβαώθ, γιατί να μην του κουβαλούν κι αυτού οι άγγελοι δώρα (ταξίματα ως των άλλων αγίων που ο ίδιος τάβλεπε καθήμενος εις την είσοδον του παραδείσου και ρωτώντας τους εισερχόμενους αγγέλους τους καταφόρους εκ των δώρων ταξιμάτων. Παρουσιάστηκε στο Θεό κι εκείνος που είχε διαβάσει την αναφορά του χαμογέλασε και του λέει περίμενε μια στιγμή. Δίνει διαταγή σε κάποιο γοργόφτερο Αγγελούδι κι αυτό εξαφανίζεται από το θρόνο του. Περνάει η ώρα κανείς δεν εμφανίζεται. Δεύτερος και τρίτος άγγελος αναχωρούν. Τίποτε. Ο Αγ. Νικόλας που είναι ο γερό Νικόλας; Κάνεις δεν τον είδε κανείς δεν ήξερε. Ανάστατος ο παράδεισος. Και μέσα στη γενική στεναχώρια λαχανιασμένος και κάθιδρος μουσκεμένος ως το κόκκαλο, παπί σωστό, που η θάλασσα έσταζε απ’ τ’ άσπρα τ ου γένια και μαλλιά πούχαν κολλήσει στο στεγνό του αδύνατο πρόσωπο, παρουσιάζεται μπροστά στο θρόνο φοβισμένος ο γέροντας : Πού ήσουν πάτερ Νικόλαε; Τον ρωτά ο θεός σοβαρά. – Θεέ μου του λέγει, βλέπεις εκεί κάτω την τρικυμία; Κινδύνευαν οι ναυτικοί και με φώναξαν να τους σώσω. Τι μπορούσα να κάνω; Συγχώρα με αν δεν ήμουν παρών σαν με ζήτησες κι αν παρουσιάστηκα σ’ αυτά τα χάλια. Γυρίζει τότε ο Θεός και λέει στον Άγιο Κασιανό. Τα βλέπεις; Συ τι προσφέρεις; Λοιπόν από τότε τούδωσε την άδεια να γιορτάζεται στα 4 χρόνια (τώρα βεβαια όχι στα 4 αλλά στα 400) για να μην παραπονιέται και κείνος, και να του φέρνουν δώρα, αφού και οι υπηρεσίες που κάνει είναι μικρές

Κάποτε ο Άγιος Κασιανός που εορτάζεται κάθε 4 χρόνια στο δίσεκτο την 29 Φεβρουαρίου κατά συμβούλην του διαβόλου έκανε αίτησιν στο γέρο Σαβαώθ, γιατί να μην του κουβαλούν κι αυτού οι άγγελοι δώρα (ταξίματα ως των άλλων αγίων που ο ίδιος τάβλεπε καθήμενος εις την είσοδον του παραδείσου και ρωτώντας τους εισερχόμενους αγγέλους τους καταφόρους εκ των δώρων ταξιμάτων. Παρουσιάστηκε στο Θεό κι εκείνος που είχε διαβάσει την αναφορά του χαμογέλασε και του λέει περίμενε μια στιγμή. Δίνει διαταγή σε κάποιο γοργόφτερο Αγγελούδι κι αυτό εξαφανίζεται από το θρόνο του. Περνάει η ώρα κανείς δεν εμφανίζεται. Δεύτερος και τρίτος άγγελος αναχωρούν. Τίποτε. Ο Αγ. Νικόλας που είναι ο γερό Νικόλας; Κάνεις δεν τον είδε κανείς δεν ήξερε. Ανάστατος ο παράδεισος. Και μέσα στη γενική στεναχώρια λαχανιασμένος και κάθιδρος μουσκεμένος ως το κόκκαλο, παπί σωστό, που η θάλασσα έσταζε απ’ τ’ άσπρα τ ου γένια και μαλλιά πούχαν κολλήσει στο στεγνό του αδύνατο πρόσωπο, παρουσιάζεται μπροστά στο θρόνο φοβισμένος ο γέροντας : Πού ήσουν πάτερ Νικόλαε; Τον ρωτά ο θεός σοβαρά. – Θεέ μου του λέγει, βλέπεις εκεί κάτω την τρικυμία; Κινδύνευαν οι ναυτικοί και με φώναξαν να τους σώσω. Τι μπορούσα να κάνω; Συγχώρα με αν δεν ήμουν παρών σαν με ζήτησες κι αν παρουσιάστηκα σ’ αυτά τα χάλια. Γυρίζει τότε ο Θεός και λέει στον Άγιο Κασιανό. Τα βλέπεις; Συ τι προσφέρεις; Λοιπόν από τότε τούδωσε την άδεια να γιορτάζεται στα 4 χρόνια (τώρα βεβαια όχι στα 4 αλλά στα 400) για να μην παραπονιέται και κείνος, και να του φέρνουν δώρα, αφού και οι υπηρεσίες που κάνει είναι μικρές
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Κάποτε ο Άγιος Κασιανός που εορτάζεται κάθε 4 χρόνια στο δίσεκτο την 29 Φεβρουαρίου κατά συμβούλην του διαβόλου έκανε αίτησιν στο γέρο Σαβαώθ, γιατί να μην του κουβαλούν κι αυτού οι άγγελοι δώρα (ταξίματα ως των άλλων αγίων που ο ίδιος τάβλεπε καθήμενος εις την είσοδον του παραδείσου και ρωτώντας τους εισερχόμενους αγγέλους τους καταφόρους εκ των δώρων ταξιμάτων. Παρουσιάστηκε στο Θεό κι εκείνος που είχε διαβάσει την αναφορά του χαμογέλασε και του λέει περίμενε μια στιγμή. Δίνει διαταγή σε κάποιο γοργόφτερο Αγγελούδι κι αυτό εξαφανίζεται από το θρόνο του. Περνάει η ώρα κανείς δεν εμφανίζεται. Δεύτερος και τρίτος άγγελος αναχωρούν. Τίποτε. Ο Αγ. Νικόλας που είναι ο γερό Νικόλας; Κάνεις δεν τον είδε κανείς δεν ήξερε. Ανάστατος ο παράδεισος. Και μέσα στη γενική στεναχώρια λαχανιασμένος και κάθιδρος μουσκεμένος ως το κόκκαλο, παπί σωστό, που η θάλασσα έσταζε απ’ τ’ άσπρα τ ου γένια και μαλλιά πούχαν κολλήσει στο στεγνό του αδύνατο πρόσωπο, παρουσιάζεται μπροστά στο θρόνο φοβισμένος ο γέροντας : Πού ήσουν πάτερ Νικόλαε; Τον ρωτά ο θεός σοβαρά. – Θεέ μου του λέγει, βλέπεις εκεί κάτω την τρικυμία; Κινδύνευαν οι ναυτικοί και με φώναξαν να τους σώσω. Τι μπορούσα να κάνω; Συγχώρα με αν δεν ήμουν παρών σαν με ζήτησες κι αν παρουσιάστηκα σ’ αυτά τα χάλια. Γυρίζει τότε ο Θεός και λέει στον Άγιο Κασιανό. Τα βλέπεις; Συ τι προσφέρεις; Λοιπόν από τότε τούδωσε την άδεια να γιορτάζεται στα 4 χρόνια (τώρα βεβαια όχι στα 4 αλλά στα 400) για να μην παραπονιέται και κείνος, και να του φέρνουν δώρα, αφού και οι υπηρεσίες που κάνει είναι μικρές

Σαρέλλης, Εμμανουήλ
Σαρέλλης, Εμμανουήλ (EL)

Παραδόσεις

Λέσβος, Πλαγιά


1959




Λ. Α. αρ. 2295, σελ. 287, Εμμ. Σαρέλλη, Πλαγιά Λέσβου, 1959

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.