Μια μέρα όλοι οι Άγιοι μαζεύθηκαν θυμωμένοι γιατί στον Άγιο Νικόλαο ανάφτουνε κεριά και τον πηγαίνε τάματα και λειτουργίες περισσότερο από κείνους. Φώναξαν κ’ είπανε να πάνε στο Θεό να κάνε τα παράπονα. Κανείς σε τόλμησε, μόνε σκώνεται ο άγιος Κασσιανός και λέγει γώ θα πάγω. Ο Θεός σαν τον είδε τον ρωτάει τι θέλει κι’ ο άγιος είπε ότι ήλθε από μέρος απ’ όλοι τις αγίοι να παραπονεθή πως οι Χριστιανοί όλο στον άγιο Νικόλαο ανάφτουνε κεριά και τον γιορτάζνε περισσότερο απ΄τους άλλους αγίους. Τότε ο Θεός διατάζει τους αγγέλους να πάνε να φέρνε τον Άγιο Νικόλαο. Άργησαν να τον βρούνε, μετά πολλά τον είδανε μέσα στην αγριεμένη θάλασσα του Μαρμαρά να σώζη τους θαλασσοδαρμένους που θα να πνιγούνε. Έτσι καθώς ήτανε βρεμμένος τον πήγανε στο Θεό, «Που ήσουνα, Άγιε Νικόλαε, κ’ είσαι βρεμμένος από την κορφή στα νύχια;» - Θεέ μου, ήμουνα στη θάλασσα, φυσούσε αέρας δυνατός κ’ ήτανε μεγάλη τρικυμία, ένα καράβι πάλευε με τα κύματα, οι άνθρωποι θέ να πνιγούνε και γώ βοηθούσα να τοςυ σώσω, γι’ αυτό είμαι βρεμμένος. – Ακούς, άγιε Κασσιανέ; Να γιατί τον γιορτάζνε περισσότερο από τους άλλους άγιους και τον πάνε τάματα. Για τιμωρία σου, που μόνε συ τόλμησες νάλθης εμπρός μου να κάνης παράπονα, θα γιορτάζης κάθε τέσσερα χρόνια, που θάχει ο Φεβρουάριος 29 μέρες. Από τότε ο άγιος Κασσιανός γιορτάζει κάθε τέσσερα χρόνια
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών