Ο Άϊ Κωνσταντίνος ήτο σαν τον Άίο Λευτέρη. Ο Άϊς Κωνσταντίνος άμα χάθη ο σταυρός του Χριστού και δεν ήξευραν που βρίσκεντο ηύρεν τον, μια Οβραία φαμίλια τον είχε κλεψιμιό και τον είχε χωσμένο ‘κεί στο σπίτι της δίπλα και εσφόγγιζε και έρριχνε φ’λιά, α’ο πάνω αφ’ το σταυρό, έρριχνε τα φυλιά και γέμισε ‘κείνος ο τόπος. Γυρεύοντας το σταυρό του Χριστού να τον εύρουν και δεν μπορούσαν να τον εύρουν. Είδαν το μέρος ‘κείνο όπου τον είχε η Οβριά χωσμένο και είχε νεμήσει βασιλικός και μοσκοβολούσε, εθωρούσαν ο κόσμος το βασιλικό κ(αι) ελέαν : Πως νέμησε μέσ’ στα φ’λιά της Οβριάς αυτό το ωραίο λουλούδι και μυρίζει. Ένας α’ο όλους παρακολουθούσε έτσι προνόησε και σηκώστηκε μιαν αυγήν ύστερα α’ο τα μεσάνυχτα, μόλις που φώναξαν τα πουλιά (πετεινοί) έκουσε αυτός που εφυσά ο αέρας και ετολιονέτο (εσείστη) ο βασιλικός κ’ έλεεν ο βασιλικός. Κωνσταντίνος και Ελένη κ’ έκουσε εκείνος που παρακολουθά κ’ έφυε κ(αι) επήε και ‘δοποίησε το κονάκι τη δημοεροντία και είπε όλα τα καθέκαστα κ(αι) επήαν κ(αι ) εσκάψαν κ’ ηύραν το σταυρό, κ’ ύστερα παίξαν φωτιά στης Οβριάς το σπίτι γιατί είχε κάμει αυτό το κακό
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών