Μια βολά παιδάτσι μου ένας καπετάνιος που τόνε λέγανε Διολή μα τώρα κοντά δεν είχε 25 χρόνια,ταξίδευε με το καίσι του στο πέλαγο πέραστ’ πότες καβσμαγκά,τσευ πήγαινε όλο κοντά βασιλεύγει ο ήλιος σηκώθη ‘νευς τσακρός ζαβός που δε ντου εύρητσε όλη τη νύχτα ούτε πανί μήδε τιμόνι,μα τσαι που ξημέρωτσε ο θεός την ημέρα.Τα ίδια τσαι χειρότερα χωρίς τιμόνι τσαι πανιά το πήγαινε ο Τσακρός όπου ήθελε πάς τσαι τσείνη ημέρα πάτι η άλλη νύχτα τα ίδια τσαί χειρότερα, μπουρίν τσαι βοργιάς,τα’ ο χαλασμός του κόσμου,λύσσαξε η θάλασσα πευδότσι μου τσαι τεν τσούματα ξεπερνάνε τ’ολόμαυρο καίτσι πάνω τσαι πάνω τσαι πέρα,πέρα απελπιστήκανε πλιό σι ναύτες τσαι ο καπετάνιος,τσαι δεν είχανε καμμιά ελπίδα παρά ‘πο το θεό γιατί λίπανε τσαι κάκται εύλονε τρείς μκρους αδιάσπα.πετάνε τσαι κανένα άλλοτε τρείς μέρες αδιάκοπα ; πέτανε πλέο τα’ειμυμούρητα τσαι προστουνάνε τσαι μυρολογάνε τα πεκδάτσια τωνε τσαι τις γυναικούντες τωνε ούτε ξέρεκε που πηγαίνανε ούτε καταλαβαίνανε που βρησκοντήσανε,γιατί δε λέπανε άλλο παρά ουρανό τσαι θάλασσα μου έλεγε δι αυτώ μεταξύ της αφηγήσεως της πούτο είχε γησμένο παιδάτσι μου δεν είνε παραμύθι,ο Διολής ζή τσαι βασιλέυσει στ’Αμπελάτσι της Κούλουρης,είκ τσαι πένεις τσαι τσιε ρωτάεις λοισού σαν μ’πηγαίνανε τρείς μέρες όλο γ’κατήφορο αφεντία τσαι απελπιστήκανε,θυμήθητσε ο Καπετάνιος τσαι ‘’Άγιε μου Διονύση που είσ’ακόμη αζευχτός στην Ζάκυνθο,γλυτόνε μας τσαι θα έρθωμε να σε προσκυνήσωμε όλοι καθώς είμαστε που μέσα τσαι ΄πο μια λαμπάδα ίσια με το μούσι μας.Τη νύχτα σα συνθάμπωσε λέγανε τσαι που τους πηγαίνανε τα Τσούμοντα τα λυσσασμένα,σαν να σηρντίκανε (διέκρινα)ξερο βράχο τσαι είσανε έτσι καθώς μας πάκτα Τσούμεντα τσει ο Τσακρός θει μας στιρρπίση πάνω στα βράχια,παρά άς κατεβάσωμε τη βάρκα είπε ο καπετάνιος τσαι ας μπούμε όλοι μέσα τσαι με τα κουπιά,θα μπορέσαμε να πεταχτούμε καλλίτερα όξω,τσαι έτσι πράγματι κάμανε αλλ’άμα μπήκανε παιδάτσι μου μέσα στη φελούκα βγήκανε στην παράμερο μέρος στ’άμμοι καθαρό τσαι βγήκανε με τόση ευκέρια,τότες παρατήκανε τη βάρκα στην άμμο τσαι ανεβήκανε το βράχο,βράχο τσα ιδόνε που βρισκόντουνε τσαι με ποίους άγριους θα έχουνε να κάμονε γιαντί λέγανε πως θα ίντονε κάντω τσείθε,παιδάτσι μου,πως το λένε που έκει αράπηδες,εις την Αφρικήν της είπα εγώ,ναι παιδάτσι μου τότες λέγανε πως τους πήγε ο Τσακρός τρείς μέρες τσαι τρείς νύχτας καμμιά βολή λέπη κ μια φωτιά,τσαι είπανε μοναχοί τωνε,ότι πάμε τσαι ότι γείνη ας γείνη μεύς τα’ετος χαυμένη. Τσ’ έτσι εγυγμένοι,τα’έτσι που είμαστε βρεμμένοι μούστεμα θα μαργώσωμε εξάπαντος.Τσίκανε καμμιά βολή τσαι πάνε στη φωτιά ντουγρού. Έτσι λεύσανε ένα γέρο μέσα στην καλύβα στο ναίμι(=καλύβης μικρά)τσες είχε ανεμμένα φωτιά τσαι καθώτενη καγνω πέρα του λέες,γέρο,καλώς τα παιδιά,ελάντε μέσα,ποπου ερχόσαντε ; Του ενώπανε τότες όλα τα μαντάτα τσαι της έδωτσε τσαι φεύγανε τσαι τζαγνίκανε στη παραφωτιά.Ύστερα από όλα τσείνα τσίο ρωτήκανε σε πιο τόπο βρισκόντανε.Τότες τους είπε ο γέρος ότι είνε στη Ζάκυνθο,αφ’ου ζαγνίκανε καμμιά βολά,γύρευε να πλαγιάση γιατί είχανε τρία μερόνυχτα να κλείσουνε μάτι.Την αυγή σαν ξημέρωσε ο Θεό την ημέρα σηκωνόντουνε,τυράξανε από δω, ψάχεστε από τσει,πουθενά ο γέρος καμμιά είσανε δε μ’πάμε να ιδούμε το καίτσι μας πόσα τρίψαλλα θα είκε γισμένο στη βράχια ‘πο την ορμήν που το’φερνε ο Τσακρός ;πάνε στα κρογιάλι τσαι τι να ιδούνε,παιδόντσι μου ; λείπονε το καίτσι απείραγο τσαι αραγμένο με την άγκσρα σε τσείνης την άμμο που βγήκανε με τη βάρκα,στη σηκωνούντονε τσει πέρνουνε τη βάρκα τσαι μπήκανε στο καίτσι τσαι καθώντανε στη μέη λένουνε τα πανιά,τσαι καθώς λένονε τσαι του τσάκρο ωρίμο αυτζάνε τα πανιά τσε ήρθανε στη μ’πατρίδα τους.Τσαι όλοι είπανε ότι εκείνος ο γέρος ήτανε ο Άγιος Διονύσης,προστωνούμε τότε, πευδάτσι μου,που τόνε καλεκάνε για συνδρομή τσαι όντως ήρθε η μνήμη τον σηκωθήκανε τσαι πήγαινε ότσι στις Ζάκυνθο τσαι τόνε προσκυνήσανε με καλάμαντα βροχή τσαι με λαμπάδες ίσια με το μυνίτσονε.Τσαι πήγανε τσαι ηύρανε το μέρος που σταθήκανε τσαι ούτε καλύβια ήττανε τσαι ούτε κανένας γέρος καθώτανε ποτές ετσεί.Ήτανε ο Άγιος παιδάτσι μου έτσι την είπανε,τσαι στ΄Ζακυνθεανσί,που είχε φανερωθή στ’άλλις φύρα,στ’άλλους πάλι πλιγμένης.Άς έχωμε,παιδάτσι μου την ευχή του,τσαι εγώ καλεί ψυχεί.

Μια βολά παιδάτσι μου ένας καπετάνιος που τόνε λέγανε Διολή μα τώρα κοντά δεν είχε 25 χρόνια,ταξίδευε με το καίσι του στο πέλαγο πέραστ’ πότες καβσμαγκά,τσευ πήγαινε όλο κοντά βασιλεύγει ο ήλιος σηκώθη ‘νευς τσακρός ζαβός που δε ντου εύρητσε όλη τη νύχτα ούτε πανί μήδε τιμόνι,μα τσαι που ξημέρωτσε ο θεός την ημέρα.Τα ίδια τσαι χειρότερα χωρίς τιμόνι τσαι πανιά το πήγαινε ο Τσακρός όπου ήθελε πάς τσαι τσείνη ημέρα πάτι η άλλη νύχτα τα ίδια τσαί χειρότερα, μπουρίν τσαι βοργιάς,τα’ ο χαλασμός του κόσμου,λύσσαξε η θάλασσα πευδότσι μου τσαι τεν τσούματα ξεπερνάνε τ’ολόμαυρο καίτσι πάνω τσαι πάνω τσαι πέρα,πέρα απελπιστήκανε πλιό σι ναύτες τσαι ο καπετάνιος,τσαι δεν είχανε καμμιά ελπίδα παρά ‘πο το θεό γιατί λίπανε τσαι κάκται εύλονε τρείς μκρους αδιάσπα.πετάνε τσαι κανένα άλλοτε τρείς μέρες αδιάκοπα ; πέτανε πλέο τα’ειμυμούρητα τσαι προστουνάνε τσαι μυρολογάνε τα πεκδάτσια τωνε τσαι τις γυναικούντες τωνε ούτε ξέρεκε που πηγαίνανε ούτε καταλαβαίνανε που βρησκοντήσανε,γιατί δε λέπανε άλλο παρά ουρανό τσαι θάλασσα μου έλεγε δι αυτώ μεταξύ της αφηγήσεως της πούτο είχε γησμένο παιδάτσι μου δεν είνε παραμύθι,ο Διολής ζή τσαι βασιλέυσει στ’Αμπελάτσι της Κούλουρης,είκ τσαι πένεις τσαι τσιε ρωτάεις λοισού σαν μ’πηγαίνανε τρείς μέρες όλο γ’κατήφορο αφεντία τσαι απελπιστήκανε,θυμήθητσε ο Καπετάνιος τσαι ‘’Άγιε μου Διονύση που είσ’ακόμη αζευχτός στην Ζάκυνθο,γλυτόνε μας τσαι θα έρθωμε να σε προσκυνήσωμε όλοι καθώς είμαστε που μέσα τσαι ΄πο μια λαμπάδα ίσια με το μούσι μας.Τη νύχτα σα συνθάμπωσε λέγανε τσαι που τους πηγαίνανε τα Τσούμοντα τα λυσσασμένα,σαν να σηρντίκανε (διέκρινα)ξερο βράχο τσαι είσανε έτσι καθώς μας πάκτα Τσούμεντα τσει ο Τσακρός θει μας στιρρπίση πάνω στα βράχια,παρά άς κατεβάσωμε τη βάρκα είπε ο καπετάνιος τσαι ας μπούμε όλοι μέσα τσαι με τα κουπιά,θα μπορέσαμε να πεταχτούμε καλλίτερα όξω,τσαι έτσι πράγματι κάμανε αλλ’άμα μπήκανε παιδάτσι μου μέσα στη φελούκα βγήκανε στην παράμερο μέρος στ’άμμοι καθαρό τσαι βγήκανε με τόση ευκέρια,τότες παρατήκανε τη βάρκα στην άμμο τσαι ανεβήκανε το βράχο,βράχο τσα ιδόνε που βρισκόντουνε τσαι με ποίους άγριους θα έχουνε να κάμονε γιαντί λέγανε πως θα ίντονε κάντω τσείθε,παιδάτσι μου,πως το λένε που έκει αράπηδες,εις την Αφρικήν της είπα εγώ,ναι παιδάτσι μου τότες λέγανε πως τους πήγε ο Τσακρός τρείς μέρες τσαι τρείς νύχτας καμμιά βολή λέπη κ μια φωτιά,τσαι είπανε μοναχοί τωνε,ότι πάμε τσαι ότι γείνη ας γείνη μεύς τα’ετος χαυμένη. Τσ’ έτσι εγυγμένοι,τα’έτσι που είμαστε βρεμμένοι μούστεμα θα μαργώσωμε εξάπαντος.Τσίκανε καμμιά βολή τσαι πάνε στη φωτιά ντουγρού. Έτσι λεύσανε ένα γέρο μέσα στην καλύβα στο ναίμι(=καλύβης μικρά)τσες είχε ανεμμένα φωτιά τσαι καθώτενη καγνω πέρα του λέες,γέρο,καλώς τα παιδιά,ελάντε μέσα,ποπου ερχόσαντε ; Του ενώπανε τότες όλα τα μαντάτα τσαι της έδωτσε τσαι φεύγανε τσαι τζαγνίκανε στη παραφωτιά.Ύστερα από όλα τσείνα τσίο ρωτήκανε σε πιο τόπο βρισκόντανε.Τότες τους είπε ο γέρος ότι είνε στη Ζάκυνθο,αφ’ου ζαγνίκανε καμμιά βολά,γύρευε να πλαγιάση γιατί είχανε τρία μερόνυχτα να κλείσουνε μάτι.Την αυγή σαν ξημέρωσε ο Θεό την ημέρα σηκωνόντουνε,τυράξανε από δω, ψάχεστε από τσει,πουθενά ο γέρος καμμιά είσανε δε μ’πάμε να ιδούμε το καίτσι μας πόσα τρίψαλλα θα είκε γισμένο στη βράχια ‘πο την ορμήν που το’φερνε ο Τσακρός ;πάνε στα κρογιάλι τσαι τι να ιδούνε,παιδόντσι μου ; λείπονε το καίτσι απείραγο τσαι αραγμένο με την άγκσρα σε τσείνης την άμμο που βγήκανε με τη βάρκα,στη σηκωνούντονε τσει πέρνουνε τη βάρκα τσαι μπήκανε στο καίτσι τσαι καθώντανε στη μέη λένουνε τα πανιά,τσαι καθώς λένονε τσαι του τσάκρο ωρίμο αυτζάνε τα πανιά τσε ήρθανε στη μ’πατρίδα τους.Τσαι όλοι είπανε ότι εκείνος ο γέρος ήτανε ο Άγιος Διονύσης,προστωνούμε τότε, πευδάτσι μου,που τόνε καλεκάνε για συνδρομή τσαι όντως ήρθε η μνήμη τον σηκωθήκανε τσαι πήγαινε ότσι στις Ζάκυνθο τσαι τόνε προσκυνήσανε με καλάμαντα βροχή τσαι με λαμπάδες ίσια με το μυνίτσονε.Τσαι πήγανε τσαι ηύρανε το μέρος που σταθήκανε τσαι ούτε καλύβια ήττανε τσαι ούτε κανένας γέρος καθώτανε ποτές ετσεί.Ήτανε ο Άγιος παιδάτσι μου έτσι την είπανε,τσαι στ΄Ζακυνθεανσί,που είχε φανερωθή στ’άλλις φύρα,στ’άλλους πάλι πλιγμένης.Άς έχωμε,παιδάτσι μου την ευχή του,τσαι εγώ καλεί ψυχεί.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Μια βολά παιδάτσι μου ένας καπετάνιος που τόνε λέγανε Διολή μα τώρα κοντά δεν είχε 25 χρόνια,ταξίδευε με το καίσι του στο πέλαγο πέραστ’ πότες καβσμαγκά,τσευ πήγαινε όλο κοντά βασιλεύγει ο ήλιος σηκώθη ‘νευς τσακρός ζαβός που δε ντου εύρητσε όλη τη νύχτα ούτε πανί μήδε τιμόνι,μα τσαι που ξημέρωτσε ο θεός την ημέρα.Τα ίδια τσαι χειρότερα χωρίς τιμόνι τσαι πανιά το πήγαινε ο Τσακρός όπου ήθελε πάς τσαι τσείνη ημέρα πάτι η άλλη νύχτα τα ίδια τσαί χειρότερα, μπουρίν τσαι βοργιάς,τα’ ο χαλασμός του κόσμου,λύσσαξε η θάλασσα πευδότσι μου τσαι τεν τσούματα ξεπερνάνε τ’ολόμαυρο καίτσι πάνω τσαι πάνω τσαι πέρα,πέρα απελπιστήκανε πλιό σι ναύτες τσαι ο καπετάνιος,τσαι δεν είχανε καμμιά ελπίδα παρά ‘πο το θεό γιατί λίπανε τσαι κάκται εύλονε τρείς μκρους αδιάσπα.πετάνε τσαι κανένα άλλοτε τρείς μέρες αδιάκοπα ; πέτανε πλέο τα’ειμυμούρητα τσαι προστουνάνε τσαι μυρολογάνε τα πεκδάτσια τωνε τσαι τις γυναικούντες τωνε ούτε ξέρεκε που πηγαίνανε ούτε καταλαβαίνανε που βρησκοντήσανε,γιατί δε λέπανε άλλο παρά ουρανό τσαι θάλασσα μου έλεγε δι αυτώ μεταξύ της αφηγήσεως της πούτο είχε γησμένο παιδάτσι μου δεν είνε παραμύθι,ο Διολής ζή τσαι βασιλέυσει στ’Αμπελάτσι της Κούλουρης,είκ τσαι πένεις τσαι τσιε ρωτάεις λοισού σαν μ’πηγαίνανε τρείς μέρες όλο γ’κατήφορο αφεντία τσαι απελπιστήκανε,θυμήθητσε ο Καπετάνιος τσαι ‘’Άγιε μου Διονύση που είσ’ακόμη αζευχτός στην Ζάκυνθο,γλυτόνε μας τσαι θα έρθωμε να σε προσκυνήσωμε όλοι καθώς είμαστε που μέσα τσαι ΄πο μια λαμπάδα ίσια με το μούσι μας.Τη νύχτα σα συνθάμπωσε λέγανε τσαι που τους πηγαίνανε τα Τσούμοντα τα λυσσασμένα,σαν να σηρντίκανε (διέκρινα)ξερο βράχο τσαι είσανε έτσι καθώς μας πάκτα Τσούμεντα τσει ο Τσακρός θει μας στιρρπίση πάνω στα βράχια,παρά άς κατεβάσωμε τη βάρκα είπε ο καπετάνιος τσαι ας μπούμε όλοι μέσα τσαι με τα κουπιά,θα μπορέσαμε να πεταχτούμε καλλίτερα όξω,τσαι έτσι πράγματι κάμανε αλλ’άμα μπήκανε παιδάτσι μου μέσα στη φελούκα βγήκανε στην παράμερο μέρος στ’άμμοι καθαρό τσαι βγήκανε με τόση ευκέρια,τότες παρατήκανε τη βάρκα στην άμμο τσαι ανεβήκανε το βράχο,βράχο τσα ιδόνε που βρισκόντουνε τσαι με ποίους άγριους θα έχουνε να κάμονε γιαντί λέγανε πως θα ίντονε κάντω τσείθε,παιδάτσι μου,πως το λένε που έκει αράπηδες,εις την Αφρικήν της είπα εγώ,ναι παιδάτσι μου τότες λέγανε πως τους πήγε ο Τσακρός τρείς μέρες τσαι τρείς νύχτας καμμιά βολή λέπη κ μια φωτιά,τσαι είπανε μοναχοί τωνε,ότι πάμε τσαι ότι γείνη ας γείνη μεύς τα’ετος χαυμένη. Τσ’ έτσι εγυγμένοι,τα’έτσι που είμαστε βρεμμένοι μούστεμα θα μαργώσωμε εξάπαντος.Τσίκανε καμμιά βολή τσαι πάνε στη φωτιά ντουγρού. Έτσι λεύσανε ένα γέρο μέσα στην καλύβα στο ναίμι(=καλύβης μικρά)τσες είχε ανεμμένα φωτιά τσαι καθώτενη καγνω πέρα του λέες,γέρο,καλώς τα παιδιά,ελάντε μέσα,ποπου ερχόσαντε ; Του ενώπανε τότες όλα τα μαντάτα τσαι της έδωτσε τσαι φεύγανε τσαι τζαγνίκανε στη παραφωτιά.Ύστερα από όλα τσείνα τσίο ρωτήκανε σε πιο τόπο βρισκόντανε.Τότες τους είπε ο γέρος ότι είνε στη Ζάκυνθο,αφ’ου ζαγνίκανε καμμιά βολά,γύρευε να πλαγιάση γιατί είχανε τρία μερόνυχτα να κλείσουνε μάτι.Την αυγή σαν ξημέρωσε ο Θεό την ημέρα σηκωνόντουνε,τυράξανε από δω, ψάχεστε από τσει,πουθενά ο γέρος καμμιά είσανε δε μ’πάμε να ιδούμε το καίτσι μας πόσα τρίψαλλα θα είκε γισμένο στη βράχια ‘πο την ορμήν που το’φερνε ο Τσακρός ;πάνε στα κρογιάλι τσαι τι να ιδούνε,παιδόντσι μου ; λείπονε το καίτσι απείραγο τσαι αραγμένο με την άγκσρα σε τσείνης την άμμο που βγήκανε με τη βάρκα,στη σηκωνούντονε τσει πέρνουνε τη βάρκα τσαι μπήκανε στο καίτσι τσαι καθώντανε στη μέη λένουνε τα πανιά,τσαι καθώς λένονε τσαι του τσάκρο ωρίμο αυτζάνε τα πανιά τσε ήρθανε στη μ’πατρίδα τους.Τσαι όλοι είπανε ότι εκείνος ο γέρος ήτανε ο Άγιος Διονύσης,προστωνούμε τότε, πευδάτσι μου,που τόνε καλεκάνε για συνδρομή τσαι όντως ήρθε η μνήμη τον σηκωθήκανε τσαι πήγαινε ότσι στις Ζάκυνθο τσαι τόνε προσκυνήσανε με καλάμαντα βροχή τσαι με λαμπάδες ίσια με το μυνίτσονε.Τσαι πήγανε τσαι ηύρανε το μέρος που σταθήκανε τσαι ούτε καλύβια ήττανε τσαι ούτε κανένας γέρος καθώτανε ποτές ετσεί.Ήτανε ο Άγιος παιδάτσι μου έτσι την είπανε,τσαι στ΄Ζακυνθεανσί,που είχε φανερωθή στ’άλλις φύρα,στ’άλλους πάλι πλιγμένης.Άς έχωμε,παιδάτσι μου την ευχή του,τσαι εγώ καλεί ψυχεί.

Σταμπόλας, Π.
Σταμπόλας, Π. (EL)

Παραδόσεις

Αττική, Μέγαρα


1914




Αρ. 672, σελ. 48 Β, Μέγαρα, Π. Σταμπόλας

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.