Με πάντρεψεν η μάννα μ’ πολύ μικρή. Ο αντράς μ’ ύστερ’ από λίγον καιρό πάει ΄ς τα ξένα κ’ εγώ έμεινα μόνο με την πεθερά μ’. Η πεθερά μ’ ήταν γυναίκα πολύ κακή κι’ ανάποδη. Δεν περνούσε μέρα να μη με μαλώσ΄ και κάποτε μ’ έδερνε κιόλας. Εγώ σαν νύφη καινούργια που ‘μαν, τα βαστούσα όλα και δεν έλεγα τίποτα, γιατί ντρεπόμαν κι από τον κόσμο. Μόνο’ς την μάνναν μ’ είπα μια μέρα : «Με πάντρεψες, μάννα μ’ και με κακοπάντρεψες, ψωμί γλυκό δεν τρώγω καμμιά φορά, κάθε μέρα μαλλώματα απ’ την πεθερά μ’. Και να ‘μαν και καμμιά που να μη την ακούγω και να μη κάμω και τα χουσμέτια»! Και σαν να μη μ’ έφτανεν αυτή η γκρίνια, άρχισε κι ο άντρας μ’ να ξεδίνη κεί που ήταν και να μη μας στέλν’ πεντάρα. Άκουγα από τον κόσμο πως είναι τος καλά, μα τι ήθελα τέτοια καλωσύνη αφού εγώ δεν είχα ψωμί; Και τώρα κοντά ‘ς τη γκρίνια είχαμε και τη φτώχεια. Κι η γκρίνια μας απανέβηκε πιο πολύ, γιατί όπου είναι το δε ‘ναι εκεί η’ η γκρίνια πιο μεγάλη. Δεν πέρασε πολύς καιρός και πεθαίν’ η πεθερά μ’. Τη γκρίνια δεν την είχα τώρα, μα η φτώχεια, με το σωρό. Ούτε ψωμί, ούτε φόρεμα, ούτε παπούτσι, ούτε τίποτα. Έζησα έτσι πέντε χρόνια ζωή στερημένη και κακορρίζικη. Τα βάσανα που τραύηξα ’ς τον οχτρό μου να μην τα ιδώ. Μια μέρα, ‘κει που κάθουμαν και συλλογιούμαν, μ’ ήρθε ‘ς το νού μ’ κ’ είπα : «Δεν πάγω να κάμω μια λειτουργία ΄ς τον Άη Μηνά, να τον παρακαλέσω, ίσως φωτίζ’ τον άντρα μ’ κι’ έρχεται;» Σκώθηκα λοιπόν ένα ένα, ζμώνω λειτουργείες και την άλλη μέρα πήγα. Δεν ξέρω γιατί ο Άη Μηνάς με φάνκεν πρώτα τόσο φοβερός. Μα ύστερα όσο γινόταν η λειτουργία τόσο μι φαινόνταν πιο γελαστός, και ‘ς το τέλος μι φάνηκε πολύ χαρούμενος. Και σαν τέλεψεν η λειτουργεία, πήγα, έσκυψα ΄ς ν’ εικόνα τ’ έχυσα κάμποσα δάκρυα και τον είπα μ’ όλ’ την καρδιά μ’. «Άη – Μηνά μου, ξέρεις τα βασανά και τα ντέρτια που τραύηξα και τι φαρμάκια ήππια και πίνω ακόμα. Σε παρακαλώ λοιπόν κάμε με τη χάρ’ και φέρε με τον άντρα μ’». Αυτά είπα, γιατί το παράπονο δε μ’ άφησε να πώ πλειότερα, συλλογιούμαι πως ‘ς το σπίτι άλλο αλέυρι απ’ αυτό που ζύμωσα τες λειτουργίες δεν είχα κι ούτε παράδες για ν’ αγοράσω, μόν μια δεκάρα είχα ΄ς τη τζέπη μ’. Και φουρτουνιασμέν’ κίνσα να φύγω. Έξαφνα θυμήθηκα τη δεκάρα. «Τι τη θέλω κι’ αυτήν;» είπα. Και γυρίζω πίσω, πηγαίνω ‘ς ν’ εικόνα τα’ Άη Μηνά την κολνώ και «να», είπα, «Άη Μηνά μ’, αυτή τη δεκαρα έχ’ ακόμα, πάρ’ την κι αυτήν κι ή να με φέρς τον άνυτρα μ’ ή …» Και με το παράπονο ΄ς την καρδιά έφυγα. Ύστερα που καμμιά εικοσαργιά μέρες εκεί που κάθουμαν ΄ς το σπίτι βασανισμένη, έξαφνα έρχεται μια γειτόνσα και «Κατερίνα, φωνάζει χαρούμενη, έρχετ’ ο άντρας σ’». Δεν ξέρω πως με φάνκεν εκείν’ την ώρα, μι αντράλα μ’ ήρθε ‘ς το κεφάλι και μια πάνα ‘ς τα μάτια. Τα ποδάργια μ΄ άρχισαν να τρέμν’ κι η γλώσσα μ’ πιάσκη. Δεν πίστεψα ΄ς τη γειτόνσα και «γελάς μ’ εμένα» την είπα. – Μα έβγα, Χριστιανή μ’ να ιδής, αν δεν πιστεύς εμένα, είπε, έβγα να ιδής, εγώ ήμαν ΄ς το μπαχτσέ και πέρασ’ απ’ αμπροστά μου, κ’ έτρεξα κι ήρθα και σ’ είπα. Εκεί που λέγαμε αυτά να τος και τον βλέπαμε να μπαίνη ‘ς την πόρτα. Το κορμί μ’ άρχισε να τρέμ’ κι όλο το σώμα μ’ πάγωσεν. «Ο Άη Μηνάς» είπα με το νού μ’ και να κατεβαίνουν ‘ς το μυαλό μου. «Ποιος ξέρει, έλεγα, έχει καμμιά προκοπή που ΄ρθε ή θα με δέρν’ πάλι η φτώχεια; Μα όχι, είπα αφού ξεφόρτωσε ‘ς την αυλή δυό φορτιά, θα πή πως δε θε να ‘χω πια συντροφιά τη φτώχεια» Νύχτωσε κ’ ήρθεν η ώρα να δειπνήσωμεν. – Πώς να βάλω τραπέζι; Τι να βάλω να φάγη; Ψωμί και πιπεργιές; Είναι ντροπή, έλεγα, κι εγέμιζεν η καρδιά μ’ από πίκρα. – Μα τι ντροπή; Ποιος τον φταίγη; έλεγα πάλι με το νού μ’. Τέλος έβαλα το τραπέζ’ μ’ ένα ψωμί με τεξ πιπεργιές ‘ς ένα πιάτο. Έρρηξε ‘ς το τραπέζι μια ματιά και «αυτό είναι, γυναίκα, το φαγή που θα φάμε;» με είπε. «Αυτό, είπα με μισή φωνή και δυό δάκρυα έσταξαν σαν κουμπί από τα μάτια μου. «Δεν θέλω να κλαίς μ’ είπε τότε με παράπονο, κι άρχισε και αυτός να κλαίη, δε θέλω να κλαίς, και ψωμί αν δεν μ’ έδινες απόψε, δεν είχα λόγο να σου πώ, γιατί δεν φταίγεις εσύ φταίγω εγώ που δεν φέρθηκα ‘ς εσένα, όπως θα έπρεπε. Κάθιε τώρα να φάμε τις πιπεργιές που ‘δωκεν ο θεός, και ΄ς το εξής θα ζήσης καλύτερα» Αναστέναξα βαθιά άμα μ’ είπε «θα ζήσης καλύτερα» κι αντάμα με τον αναστεναγμό μ’ εκείνον σαν να με βγήκεν ένα μεγάλο βάσανο απ’ την καρδιά μ’. «Μη αναστενάζης, Κατερίνα, μ’ είπεν, ότι τραύηξες, τραύηξες, από τώρα και πέρα να λησμονήσης τα περασασμένα και να ευχαριστάς τον θεόν και ν’ ανάψης ένα κερί μεγάλο ‘ς τον άγιο τον κανναλλάρη που έχομε ‘ς την εκκλησία μας. – Ποιόν άγιο καββαλλάρη; Και τι κερί ν’ ανάψω; Είπα, κι ο νούς μ’ πάει ‘ς τον Άη Μηνά. Άκουσε με, Κατερίνα, θα σε πώ όλ’ την αλήθεια, μ’ είπε και τα μάτια τ’ γιόμωσαν δάκρυα, φάνηκα πολύ άδικος σ’ εσένα. Άκουγα τους καυγάδες και τα μαλλώματα σας και ξεκάρδισα. Έφταιγε η μάννα μ’ που ‘ταν μια γυναίκα πολύ ανάποδη και κάθε άνθρωπος δε μπορούσε να κάμη μαζί της. Μα αφού τώρα είναι την ‘ς το δρόμο του Θεού, ο Θεός να την συγχωρέση. Θέλω να σου πώ πως εξ’ αιτίας τραυούσες και σύ. Άμα άκουσα πως πέθανεν έκαμα μια καρδιά να ‘ρθω, μα ήμαν μαθμένος εκεί, κι έπειτα δεν μ’ άφηνε και το συμφέρο μου και να σου πώ και τη μαυρ’ αλήθεια είχα άρχίσει να σε ξεχνώ, γιατί μάτια που δεν βλέπονται γλήγορα λησμονιούνται, και έτσι πάλι απόμεικα κι ούτε είχα ΄ς το νού μου για δώ. Μα φαίνεται δεν ήταν θέλημα Θεού να τραυάς ακόμα, γιατί έχεις αγαθή καρδιά, και άκουσε, Κατερίνα, από καμμιά εικοσαργιά μέρες πρωτύτερα, ένα βράδυ ‘ς τον ύπνο μ’ είδα τον Άη Μηνά απαράλλακτο όπως τον έχομε ‘ς ν’ εκκλησιά μας και μ’ είπε «Να σηκωθής να πάς ‘ς την πατρίδα σ’. Φ’ θάνει πια τι υπέφερεν η δυστυχισμένη η γυναίκα σ’». – Και ποιος είσαι συ; Του είπα – «Ποιος είμαι; Με ξέχασες; Κάθε μέρα μ’ έβλεπες ΄ς την εκκλησιά του χωριού σ’ και τώρα με ξέχασες; Είμαι ο Άη Μηνάς κι ήρθα επίτηδες να σου πώ πως πρέπει τάρα να πάς ‘ς την πατρίδα σ’ κι να δεν μ’ ακούσεις τότε …» Ξύπνησα Κατερίνα, κατατρομαγμένος κι αμέσως έβαλα τη βουλή μ’ για δώ κι ήρθα καθώς με βλέπεις. Και τώρα, Κατερίνα, μη σεκλετίζεσαι, θα περάσωμε καλά, ένα μόνο θα σε παρακαλέσω, να με συγχωρέσης γιατί τόσα χρόνια υπέφερες εξ’ αιτίας μου. Να σε συγχωρέσω; Είπα, και γιατί; Εγώ και νηστική που έμεινα και γυμνή καμμιά φορά δεν είπα για σένα λόγο κακό και σαν τραύηξα και λίγα βάσανα δεν πειράζ’ γιατί και τα βάσανα για τον κόσμον δόθκαν». «Μπράβο σου, Κατερίνα, μπράβο σου, και τα δάκρυα τ’ άρχισαν να τρέχουν σαν ποτάμι, μπράβο σ’ είσαι γυναίκα δυσκολοεύρετη, να με συγχωρέσης, να με συγχωρήσης», μ’ είπε και μ’ έσφιξε ‘ς την αγκαλιά του και τα δάκρυα τα δικά μ’, ανακατώθκαν με τα δικά του. (ξεδίνη = να εξοδεύη έξω της οικίας του, δε ‘ναι = το ούκ είναι, η πενία, ντέρτια = τούρκικη λέξη σημαίνουσα πόνον, λύπην, αντράλα = ζάλην, πάνα = αχλός πίεση).
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών