Κοντά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου ήταν δυό μαγαζιά. Το ένα του Καλαμπόκη Χρήστου και το άλλο της εκκλησίας, βακούφ΄κο. Ο κόσμος είχε πάρει αφοροχάρτ' από το δεσπότ' οποίος θα ψωνίζ' από το μαγαζί του Καλαμπόκη να 'ναι αφωρεσμένος. Ένας έστειλε το παιδί του στου Καλαμπόκη για να ψωνίση. Στο δρόμο κοντά στην Κούλια ανταμώθ'κε με το παιδί ένας γέροντας. Ήταν ο Άγιος κ' είπε τ' παιδιού. Δεν ξέρ'ς οτι όποιος ψωνίσ' από το μαγαζί του Καλαμπόκη θα είν' αφωρεσμένος; Το παιδί επέμεινε να πάη στο μαγαζί. Και ο γέροντας το εχτύπ'σε και το παιδί φοβήθ'κε και γύρ'σε. Έπειτα οι χωριανοί πήγαν με φεγγάρι τη νύχτα και διέλ'σαν το μαγαζί του Καλαμπόκη.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών