Μια φορά ήτονε ένας καραβοκύρης κι είχενε στο σπίτι ντου απόξω τον άγιο Νικόλα. Κάθα που ’θελα να πάη στο ταξείδι, ήμπαινε στον άγιο Νικόλα, ήκανε το σταυρό ντου κι επροσκύνανε. Μια φορά εκειά που ’σανε μεσοπέλαγα τσ’ ήπιασε μια φουρτούνα που εσυχωρεθήκανε. Γλακούνε οι ναύτες απάνω κάτω μαζώνουνε τα πανιά, ανεμαζώνουνε τα σκοινιά κι ότι άλλο ήτονε στη μέση. Εκειά που ’νεμαζώνανε τα σκοινιά δε γατέχω πως το κάμανε και μπερδένει ένα σκοινί στα πόδια του καραβοκύρη, φούντα τονε στη θάλασσα. Κι εδά! Δεν επρόφταξε μόνο να πη: «Άγιε Νικόλα, βούηθα μου!» και τα ’χασε. Πάει αργά η γυναίκα ντου να θέση στο γιατάκι τζης και βρίσκει τονε μέσα στα ρούχα ολόγρο κι ετουρτούριζε. «Μπρε πώς ευρέθηκες επαδά;».Δεν εκάτεχε μουδ’ αυτός να πη. (φούντα τονε = να τονε μέσα, έπεσε).

Μια φορά ήτονε ένας καραβοκύρης κι είχενε στο σπίτι ντου απόξω τον άγιο Νικόλα. Κάθα που ’θελα να πάη στο ταξείδι, ήμπαινε στον άγιο Νικόλα, ήκανε το σταυρό ντου κι επροσκύνανε. Μια φορά εκειά που ’σανε μεσοπέλαγα τσ’ ήπιασε μια φουρτούνα που εσυχωρεθήκανε. Γλακούνε οι ναύτες απάνω κάτω μαζώνουνε τα πανιά, ανεμαζώνουνε τα σκοινιά κι ότι άλλο ήτονε στη μέση. Εκειά που ’νεμαζώνανε τα σκοινιά δε γατέχω πως το κάμανε και μπερδένει ένα σκοινί στα πόδια του καραβοκύρη, φούντα τονε στη θάλασσα. Κι εδά! Δεν επρόφταξε μόνο να πη: «Άγιε Νικόλα, βούηθα μου!» και τα ’χασε. Πάει αργά η γυναίκα ντου να θέση στο γιατάκι τζης και βρίσκει τονε μέσα στα ρούχα ολόγρο κι ετουρτούριζε. «Μπρε πώς ευρέθηκες επαδά;».Δεν εκάτεχε μουδ’ αυτός να πη. (φούντα τονε = να τονε μέσα, έπεσε).
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Μια φορά ήτονε ένας καραβοκύρης κι είχενε στο σπίτι ντου απόξω τον άγιο Νικόλα. Κάθα που ’θελα να πάη στο ταξείδι, ήμπαινε στον άγιο Νικόλα, ήκανε το σταυρό ντου κι επροσκύνανε. Μια φορά εκειά που ’σανε μεσοπέλαγα τσ’ ήπιασε μια φουρτούνα που εσυχωρεθήκανε. Γλακούνε οι ναύτες απάνω κάτω μαζώνουνε τα πανιά, ανεμαζώνουνε τα σκοινιά κι ότι άλλο ήτονε στη μέση. Εκειά που ’νεμαζώνανε τα σκοινιά δε γατέχω πως το κάμανε και μπερδένει ένα σκοινί στα πόδια του καραβοκύρη, φούντα τονε στη θάλασσα. Κι εδά! Δεν επρόφταξε μόνο να πη: «Άγιε Νικόλα, βούηθα μου!» και τα ’χασε. Πάει αργά η γυναίκα ντου να θέση στο γιατάκι τζης και βρίσκει τονε μέσα στα ρούχα ολόγρο κι ετουρτούριζε. «Μπρε πώς ευρέθηκες επαδά;».Δεν εκάτεχε μουδ’ αυτός να πη. (φούντα τονε = να τονε μέσα, έπεσε).

Λιουδάκη, Μαρία
Λιουδάκη, Μαρία (EL)

Παραδόσεις

Κρήτη, Μεραμβέλλο, Λατσίδα


1938




Αρ. 1162 Γ, σελ. 45 – 46, Μ. Λιουδάκη, Μεραμβέλλο, Λάτσιδα, 1938

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.