Είναι τοπικός άγιος και εορτάζεται την πρώτη Σεπτεμβρίου. Στον Ασώματο ’τονε μια φορά ένας πατέρας με το παιδί ντου, το Νικολιό. Μια χρονιά είχανε κουκκιά σπαρμένα κι εγενήκανε απού ’λεγεν ο γέρος πως δεν ήθελα ’χει ίντα τα κάμη. Σαν εγενήκανε έπεμπε κάθε μέρα το παιδί ντου να τα βλέπη να μην τα τρώνε. Κι εκείνο όποιος γιαλίτης κιάν ήθελε περάσει έβγανε δυο κουκκιές και του τσ’ έδιδε. – «Φάε, μπάρμπα, κουκκιά.» Ένας από τσι πολλούς πάει και λέει του κυρού ντου: - «Μωρέ ίντα το ’πεψες το παιδί εκέ πέρα να βλέπη τα κουκκιά; Δε θα σ’ αφήση θρουλί. Όποιος περάσει του δίδει δυο τρεις κουκκιές. Ήρθε καιρός που τα θερίσανε και τ’ αλωνέψανε. Βγάνουνε τρία γομάρια κουκιά. Φορτώνει του τα και τα πέμπει στο χωριό. Στο δρόμο το κοπέλι ήλυσε πάλι τα σακκιά και μοίραζε τα κουκκιά σ’ όσους εθώρειε. Πάει στο σπίτι ένα γομάρι μόνο. Η μάνα ντου ήτονε εκειά και τα φυλάξανε. Το κοπέλι έβαλε σε τρία πιθάρια, σε κάθε πιθάρι κάμποσες οκάδες κουκιά. Έρχεται αργά ο κύρης του και ρωτά τη γρέ: - «Μωρε, έφερε το κοπέλι τρία γομάρια κουκκιά; - Άμε στο καλό και δεν έφερε αυτό μόνο ένα γομάρι». Αρχίζει ο γέρος κι εμάλωνε το κοπέλι. – «Μωρέ ίντα ’καμες τα κουκκιά; - Μπρε τση γρές θ’ αφρουκάσαι; Άμε να ιδής στα πιθάρια που είναι γεμάτα κουκκιά». Πάει ο γέρος και θωρεί τρία πιθάρια γεμάτα κουκκιά. Λέει του: -« Παιδί μου, εσύ δεν είσαι για το σπίτι μου μόνο να σκωθής να πας εκειά που σου ταιριάζει. Σκώνεται το παιδί και φεύγει και πάει στ’ αγιοφάραγγο κι εγίνηκεν ασκητής. Κάθε βράδυ έβγαινε κι επήγαινε σ’ ένα μποστάνι κι έτρωε χορταράκια κι ότι άλλο εύρισκε στο μποστάνι. Τ’ αφεντικό του μποστανιού είδε τη σκάρμη και λέει με το νου ντου: «Λαγός έρχεται επαέ μόνο θα παρακατσέψω ’γώ να τόνε σκοτώσω». Πάει μια βραδειά να σκοτώση το λαγό και τόνε θωρεί μέσα στο μποστάνι. Σηκώνει τη σαΐτα να του παίξη και του φαίνεται πως είναι άθρωπος. Κατεβάζει τη και πάλι του φαίνεται λαγός. Ξανασηκώνει να του παίξη, του φαίνεται άθρωπος ξανακατεβάζει τη σαΐτα. Τρεις φορές το ’καμε το ίδιο. Την τρίτη φορά του ’παιξε κι ακούει μια φωνή αθρώπινη. Γλακά και θωρεί κι ήτονε άθρωπος. Δίδει αυτός στα μαλλιά ντου. «Άχι! ίντα ’καμα ο κακομοίρης κι εγίνηκα φονιάς. - Μη στενοχωράσαι αλαφρά ’ναι η πληγή μου, μόνο σήκωσε με να με πας ποθές». Σηκώνει ο άθρωπος τον ασκητή και μοναργατινής τον έφερε από το αγιοφάραγγο στο Κουρταλιώτικο Φαράγγι, απού δεν έρχεσαι σε δυο μέρες. Σαν έφταξε στο Κουρταλιώτικο φαράγγι τον έβαλε κάτω κι εκειά που εγονάτισε φαίνουνται ακόμη οι γονατές ντου και το λένε «στ’ Αγιοθέσι». Ο άθρωπος εδίψασε και λέει στον ασκητή: - «Εγώ διψώ. - Θέσε να κοιμηθής κι ότινα ξυπνήσης θα βρης νερό. Κοιμάται ο άθρωπος, ο ασκητής προσεύχεται και παίζει ύστερα μια με τη χέρα ντου σ’ ένα χαράκι κι ανοίγει από πέντε τόπους και τρέχει νερό ποτάμι. Στο μέρος εκειονά ήτανε και μια εικόνα και την προσκυνούσανε οι χριστιανοί και τη λέγανε ο άγιος Νικόλαος ο Κουρταλιώτης κι εορτάζεται την πρώτη του Σετέμπρη. (Ασώματο = Χωριό της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης, Αγιοφάραγγο = στο Μέρος της επαρχίας Μονοφατσίου, πίσω από το βουνό Κυφίνας, όπου ζούνε καλόγεροι και ασκητές, Μποστάνι = Άνυδρο περιβόλι, Σκάρμη = ίχνη).

Είναι τοπικός άγιος και εορτάζεται την πρώτη Σεπτεμβρίου. Στον Ασώματο ’τονε μια φορά ένας πατέρας με το παιδί ντου, το Νικολιό. Μια χρονιά είχανε κουκκιά σπαρμένα κι εγενήκανε απού ’λεγεν ο γέρος πως δεν ήθελα ’χει ίντα τα κάμη. Σαν εγενήκανε έπεμπε κάθε μέρα το παιδί ντου να τα βλέπη να μην τα τρώνε. Κι εκείνο όποιος γιαλίτης κιάν ήθελε περάσει έβγανε δυο κουκκιές και του τσ’ έδιδε. – «Φάε, μπάρμπα, κουκκιά.» Ένας από τσι πολλούς πάει και λέει του κυρού ντου: - «Μωρέ ίντα το ’πεψες το παιδί εκέ πέρα να βλέπη τα κουκκιά; Δε θα σ’ αφήση θρουλί. Όποιος περάσει του δίδει δυο τρεις κουκκιές. Ήρθε καιρός που τα θερίσανε και τ’ αλωνέψανε. Βγάνουνε τρία γομάρια κουκιά. Φορτώνει του τα και τα πέμπει στο χωριό. Στο δρόμο το κοπέλι ήλυσε πάλι τα σακκιά και μοίραζε τα κουκκιά σ’ όσους εθώρειε. Πάει στο σπίτι ένα γομάρι μόνο. Η μάνα ντου ήτονε εκειά και τα φυλάξανε. Το κοπέλι έβαλε σε τρία πιθάρια, σε κάθε πιθάρι κάμποσες οκάδες κουκιά. Έρχεται αργά ο κύρης του και ρωτά τη γρέ: - «Μωρε, έφερε το κοπέλι τρία γομάρια κουκκιά; - Άμε στο καλό και δεν έφερε αυτό μόνο ένα γομάρι». Αρχίζει ο γέρος κι εμάλωνε το κοπέλι. – «Μωρέ ίντα ’καμες τα κουκκιά; - Μπρε τση γρές θ’ αφρουκάσαι; Άμε να ιδής στα πιθάρια που είναι γεμάτα κουκκιά». Πάει ο γέρος και θωρεί τρία πιθάρια γεμάτα κουκκιά. Λέει του: -« Παιδί μου, εσύ δεν είσαι για το σπίτι μου μόνο να σκωθής να πας εκειά που σου ταιριάζει. Σκώνεται το παιδί και φεύγει και πάει στ’ αγιοφάραγγο κι εγίνηκεν ασκητής. Κάθε βράδυ έβγαινε κι επήγαινε σ’ ένα μποστάνι κι έτρωε χορταράκια κι ότι άλλο εύρισκε στο μποστάνι. Τ’ αφεντικό του μποστανιού είδε τη σκάρμη και λέει με το νου ντου: «Λαγός έρχεται επαέ μόνο θα παρακατσέψω ’γώ να τόνε σκοτώσω». Πάει μια βραδειά να σκοτώση το λαγό και τόνε θωρεί μέσα στο μποστάνι. Σηκώνει τη σαΐτα να του παίξη και του φαίνεται πως είναι άθρωπος. Κατεβάζει τη και πάλι του φαίνεται λαγός. Ξανασηκώνει να του παίξη, του φαίνεται άθρωπος ξανακατεβάζει τη σαΐτα. Τρεις φορές το ’καμε το ίδιο. Την τρίτη φορά του ’παιξε κι ακούει μια φωνή αθρώπινη. Γλακά και θωρεί κι ήτονε άθρωπος. Δίδει αυτός στα μαλλιά ντου. «Άχι! ίντα ’καμα ο κακομοίρης κι εγίνηκα φονιάς. - Μη στενοχωράσαι αλαφρά ’ναι η πληγή μου, μόνο σήκωσε με να με πας ποθές». Σηκώνει ο άθρωπος τον ασκητή και μοναργατινής τον έφερε από το αγιοφάραγγο στο Κουρταλιώτικο Φαράγγι, απού δεν έρχεσαι σε δυο μέρες. Σαν έφταξε στο Κουρταλιώτικο φαράγγι τον έβαλε κάτω κι εκειά που εγονάτισε φαίνουνται ακόμη οι γονατές ντου και το λένε «στ’ Αγιοθέσι». Ο άθρωπος εδίψασε και λέει στον ασκητή: - «Εγώ διψώ. - Θέσε να κοιμηθής κι ότινα ξυπνήσης θα βρης νερό. Κοιμάται ο άθρωπος, ο ασκητής προσεύχεται και παίζει ύστερα μια με τη χέρα ντου σ’ ένα χαράκι κι ανοίγει από πέντε τόπους και τρέχει νερό ποτάμι. Στο μέρος εκειονά ήτανε και μια εικόνα και την προσκυνούσανε οι χριστιανοί και τη λέγανε ο άγιος Νικόλαος ο Κουρταλιώτης κι εορτάζεται την πρώτη του Σετέμπρη. (Ασώματο = Χωριό της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης, Αγιοφάραγγο = στο Μέρος της επαρχίας Μονοφατσίου, πίσω από το βουνό Κυφίνας, όπου ζούνε καλόγεροι και ασκητές, Μποστάνι = Άνυδρο περιβόλι, Σκάρμη = ίχνη).
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Είναι τοπικός άγιος και εορτάζεται την πρώτη Σεπτεμβρίου. Στον Ασώματο ’τονε μια φορά ένας πατέρας με το παιδί ντου, το Νικολιό. Μια χρονιά είχανε κουκκιά σπαρμένα κι εγενήκανε απού ’λεγεν ο γέρος πως δεν ήθελα ’χει ίντα τα κάμη. Σαν εγενήκανε έπεμπε κάθε μέρα το παιδί ντου να τα βλέπη να μην τα τρώνε. Κι εκείνο όποιος γιαλίτης κιάν ήθελε περάσει έβγανε δυο κουκκιές και του τσ’ έδιδε. – «Φάε, μπάρμπα, κουκκιά.» Ένας από τσι πολλούς πάει και λέει του κυρού ντου: - «Μωρέ ίντα το ’πεψες το παιδί εκέ πέρα να βλέπη τα κουκκιά; Δε θα σ’ αφήση θρουλί. Όποιος περάσει του δίδει δυο τρεις κουκκιές. Ήρθε καιρός που τα θερίσανε και τ’ αλωνέψανε. Βγάνουνε τρία γομάρια κουκιά. Φορτώνει του τα και τα πέμπει στο χωριό. Στο δρόμο το κοπέλι ήλυσε πάλι τα σακκιά και μοίραζε τα κουκκιά σ’ όσους εθώρειε. Πάει στο σπίτι ένα γομάρι μόνο. Η μάνα ντου ήτονε εκειά και τα φυλάξανε. Το κοπέλι έβαλε σε τρία πιθάρια, σε κάθε πιθάρι κάμποσες οκάδες κουκιά. Έρχεται αργά ο κύρης του και ρωτά τη γρέ: - «Μωρε, έφερε το κοπέλι τρία γομάρια κουκκιά; - Άμε στο καλό και δεν έφερε αυτό μόνο ένα γομάρι». Αρχίζει ο γέρος κι εμάλωνε το κοπέλι. – «Μωρέ ίντα ’καμες τα κουκκιά; - Μπρε τση γρές θ’ αφρουκάσαι; Άμε να ιδής στα πιθάρια που είναι γεμάτα κουκκιά». Πάει ο γέρος και θωρεί τρία πιθάρια γεμάτα κουκκιά. Λέει του: -« Παιδί μου, εσύ δεν είσαι για το σπίτι μου μόνο να σκωθής να πας εκειά που σου ταιριάζει. Σκώνεται το παιδί και φεύγει και πάει στ’ αγιοφάραγγο κι εγίνηκεν ασκητής. Κάθε βράδυ έβγαινε κι επήγαινε σ’ ένα μποστάνι κι έτρωε χορταράκια κι ότι άλλο εύρισκε στο μποστάνι. Τ’ αφεντικό του μποστανιού είδε τη σκάρμη και λέει με το νου ντου: «Λαγός έρχεται επαέ μόνο θα παρακατσέψω ’γώ να τόνε σκοτώσω». Πάει μια βραδειά να σκοτώση το λαγό και τόνε θωρεί μέσα στο μποστάνι. Σηκώνει τη σαΐτα να του παίξη και του φαίνεται πως είναι άθρωπος. Κατεβάζει τη και πάλι του φαίνεται λαγός. Ξανασηκώνει να του παίξη, του φαίνεται άθρωπος ξανακατεβάζει τη σαΐτα. Τρεις φορές το ’καμε το ίδιο. Την τρίτη φορά του ’παιξε κι ακούει μια φωνή αθρώπινη. Γλακά και θωρεί κι ήτονε άθρωπος. Δίδει αυτός στα μαλλιά ντου. «Άχι! ίντα ’καμα ο κακομοίρης κι εγίνηκα φονιάς. - Μη στενοχωράσαι αλαφρά ’ναι η πληγή μου, μόνο σήκωσε με να με πας ποθές». Σηκώνει ο άθρωπος τον ασκητή και μοναργατινής τον έφερε από το αγιοφάραγγο στο Κουρταλιώτικο Φαράγγι, απού δεν έρχεσαι σε δυο μέρες. Σαν έφταξε στο Κουρταλιώτικο φαράγγι τον έβαλε κάτω κι εκειά που εγονάτισε φαίνουνται ακόμη οι γονατές ντου και το λένε «στ’ Αγιοθέσι». Ο άθρωπος εδίψασε και λέει στον ασκητή: - «Εγώ διψώ. - Θέσε να κοιμηθής κι ότινα ξυπνήσης θα βρης νερό. Κοιμάται ο άθρωπος, ο ασκητής προσεύχεται και παίζει ύστερα μια με τη χέρα ντου σ’ ένα χαράκι κι ανοίγει από πέντε τόπους και τρέχει νερό ποτάμι. Στο μέρος εκειονά ήτανε και μια εικόνα και την προσκυνούσανε οι χριστιανοί και τη λέγανε ο άγιος Νικόλαος ο Κουρταλιώτης κι εορτάζεται την πρώτη του Σετέμπρη. (Ασώματο = Χωριό της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης, Αγιοφάραγγο = στο Μέρος της επαρχίας Μονοφατσίου, πίσω από το βουνό Κυφίνας, όπου ζούνε καλόγεροι και ασκητές, Μποστάνι = Άνυδρο περιβόλι, Σκάρμη = ίχνη).

Λιουδάκη, Μαρία
Λιουδάκη, Μαρία (EL)

Παραδόσεις

Κρήτη, Ινναχώριο, Περιβόλια


1938




Αρ. 1162 Α, σελ. 1 – 4, Μ. Λιουδάκη, Λευκόγεια Ρεθύμνης, 1938

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.