Μια βολά δεν έχει πολύ καιρό που ε'ίνετο τούτο, μια 'υναίκα ήτο γκαστρωμένη κ' ήτο στας ημέρες της και εσκέπτετο που 'λειπε ο άντρα της πως (θ)α πήαινε στη Ρόδο (ν)α 'εννήση, γιατί εδώ πρώτα τίποτα 'εν είχαμε, κεί που στεναχωριάζετο κ(αι) εσκέπτετο φέρναν την Παναϊά και περνούσαν την αφ' το σπίτι της, αυτή έκαμε τότε τον σατυρόν της κ' είπε : Παναγιά μου βοηθησέ (ν)α καλο'εννήσω και (θ)α φκάλω τ' όνομα σου. Το βράυ 'κείνο αμέσως και (θ)α φκάλω τ' ονομά σου. Το βράυ 'κείνο αμέσως πιάαν την οι πόνοι κι αμέσως 'εέννησε χωρίς τίποτε πόλυ εύκολα και έκαμε το χρέος της, το παι(δ)ί που (γ)εννήθη το 'φκαλε Σκιαενή (κ)αι επήε μετά και προσκύνησε στη Μεγαλόχαρη. Η Πανάϊα, Μεγάλη η χάρι της, κάμνει κ' έκαμε πολλά θάματα. (Παναγία η Σκιαενή, 8 Σεπτεμβρίου. Ευρίσκεται στο χωριό Απολάκια της Ρόδου).
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών