Το ξωκλήσι του Ε Παυλίτζη ήταν κοντά στην Τσαχιρού στο στόμιο σπηλιάς, μέσα από τη σπηλιά έβγαινε νερό. Παλιά παράδοση λεεί πως στη σπηλιά τούτη έμενε μια βραδιά ο Απόστολος Παύλος, όταν έκανε τα ταξίδια του. Στο ξωκλήσι πήγαιναν οι Τούρκοι, άναβαν κεριά κι έπαιρναν αγιασμό. Πίστευαν κι αυτοί στα θάματα του Αποστόλου και φοβόταν την τιμωρίαν του. Σε παλιότερα χρόνια, λέει η τοπική παράδοση, κάποιος Τούρκος θέλησε να μεταβάλη σε ταμπακαρείο, βυρσοδεψείο, το ξωκλήσι, επειδή εκεί έβγαινε νερό, χλιαρό το χειμώνα, κρύο το καλοκαίρι. Πήγε ένα βράδυ κι έβαλε τα δέρματα μέσαστο νερό να φουσκώσουν. Το πρωί βρήκε τα δέρματα πεταμένα έξω από το νερό. Τα ξανάβαλε και δεύτερη και τρίτη φορά και το πρωί τάβρισκε πεταμένα. Καιροφυλακτησε με το τουφέκι του να δή ποιός τα πετάει. Λαλώντας τα κοκόρια, βλέπει έναν κι ερχόταν. Ήταν ο Άγιος Παύλος, όμοιος όπως ήταν στην εικόνα του. Πέταξε τα δέρματα κάτω από το βράχο και είπε στον Τούρκο : Άλλοτε να μην τα ξαναφέρης, αν ατα φέρης θα σε τιμωρήσω. Λιποθύμησε ο Τούρκος από το φόβο του κι έμεινε τρείς μέρες άφωνος. Όταν άρχισε να μιλάη, είπε τι έγινε και τι είδε. Έστειλε άνθρωπο στα Φάρασα, κάλεσε τον παπά να λειτουργήση και έσφαξε γουρπάνι. Φίλησε το χέρι του παπά ο Τούρκος, ασπάστη την εικόνα και έγινε καλά. Άλλος Τούρκος δεν τόλμησε να ξανακάμη τα ίδια. (Ταμπακαρείο = από το τουρκ. Tabac, βυρδοδέψης).
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών