Στη Κεφαλληνία λένε την παρακάτω σχετική λαϊκή ιστορία : Μου την διηγήθηκε στα 1913. Ο Βασίλης Κουρούκλης, που τότε ήταν πάνω κάτω εξήντα χρόνων και είχε γεννηθή στο χωριό Φραγκάτα. Ένας χωριάτης τεμπέλης με τα όλα του, από αναβολή σε αναβολή να κλαδέψη τ’ αμπέλι, κατάφερνε να ξεκινήση για κλάδο ανήμερα των Αγίων Σαράντα. Καθώς εζύγωνε λοιπόν στ’ αμπέλι, διασταυρώθηκε με σαράντα ανθρώπους που τραβούσαν κατά την Πολιτεία, τους καλημέρησε και αυτοί τον ρώτησαν. – Για πού με το καλό; Όταν έμαθαν πως επήγαινε να κλαδέψη τ’ αμπέλι του, του είπαν. – Δεν ξέρεις ότι σήμερα είναι μεγάλη σχόλη, των Αγίων Σαράντα, και δεν δουλεύουνε; - Το ξέρω και το καλοξέρω, μα δεν μ’ άφησαν ν’ αδειάσω πρωτύτερα αλλά «τζαβάγια» και αρρώστειες που με βρήκανε, και σα δεν με παίρνει πιά ο καιρός, είπε να κάνω και να τελειώσω το κλάδεμα σήμερα. – Δείξε μας τ’ αμπέλι σου, του είπαν τότε εκείνοι, να σου το κλαδέψουμε εμείς. Και σε λίγο, τ’ αμπέλι ήταν κλαδεμένο σαν από τεχνίτες. Όταν τελείωσαν το κλάδεμα, οι ξένοι είπαν του χωριάτη πως είναι οι Άγιοι Σαράντα πως τον λυπηθήκανε και του κλαδέψανε τ’ αμπέλι, μα άλλη φορά τέτοια μέρα που είναι η γιορτή τους, να μη δουλεύη. Τ’ αμπέλι του, κείνη τη χρονιά έκανε τόσα σταφύλια, που δεν είχε κάνει ποτέ, κι’ έτσι ο χωριάτης εκέρδισε πολλά κι από τα σταφύλια του κι από το μούστο. Για τούτο, όταν την άλλη χρονιά ήρθε η εποχή του κλάδου, αυτός δεν εκλάδεψε τ’ αμπέλι του, παρά εφύλαξε να πάη να κάνη αυτή τη δουλειά στην εορτή των Αγίων Σαράντα, με την πονηριά ότι πάλιν θα του το κλάδευαν. Και φεύγοντας από το σπίτι του, άφησε παραγγελία στη γυναίκα του να του πήγαινε στ’ αμπέλι φαΐ, για να φάη το μεσημέρι εκεί. Καθώς εκλάδευε λοιπόν, πέρασαν οι Άγιοι Σαράντα, και σαν είδαν τι έκανε, του φώναξαν. – Δεν σου είπαμε πέρισυ να μην ξανακλαδέψης τέτοια μέρα και να κάνης αργία στην γιορτή μας; - Μεγάλη η χάρη σας και η αγιοσύνη σας, μα μου έτυχαν πολλές αναποδιές και εφέτος. Δεν μπόρεσα πιο μπροστά να κάνω αυτή τη δουλειά, κι ο καιρός δεν με περιμένει γι’ αύριο. Του είπαν καλή δύναμι και τον αποχαιρέτησαν. Εκεί που προχωρούσαν για την Πολιτεία, αντάμωσαν τη γυναίκα του χωριάτη που του πήγαινε φαΐ. – που πάς κυρά, από εδώ; - Πάω φαΐ του ανδρός μου, που κλαδεύει τ’ αμπέλι μας. – Αμ τρέξε να βοηθήσης τον δύστυχο, γιατί καθώς κλάδευε έκοψε με το κλαδευτήρι τη μύτη του. Δεν πρόφτασαν να της αποτελειώσουν την κουβέντα κι’ εκείνη έτρεξε τρομαγμένη στον άντρα της. Μα όταν το αντίκρυσε, είδε πως η μύτη του ήταν στη θέση της. Εκείνος βλέποντας την λαχανιασμένη φοβισμένη και αναμαλλιάρα, τη ρώτησε τι είχε πάθει. Άμ δεν μούκοψαν το αίμα, στο δρόμο κάτι άνθρωποι που με σταμάτησαν, και μου είπαν να το βάλω στο «τρεχάκι» για νάρθω αμέσως κοντά σου και να σε περιποιηθώ, που καθώς εκλάδευες έκοψες τη μύτη σου. – Και πώς θάκωβα τη μύτη μου; Μήπως είμαι κανένας αμάθητος στο κλάδο; Εγώ για να κλαδέψω δεν βάζω το κλαδευτήρι ανάποδα, από κάτω από τη βέργα για να τραβήξω απάνω, κι έτσι κόβοντας την, να ξεφύγη το κλαδευτήρι και με τη φορά που θάχη να μου κόψη τη μύτη, παρά το βάζω από πάνω από τη βέργα που πρέπει να την κόψω και το τραβάω κάτω. Να έτσι… Λέγοντας αυτά δήκωσε το κλαδευτήρι ως το κουτελό του και το κατέβασε προς τα κάτω για να της δείξη πως εκλάδευε. Μα κάνοντας τη κίνησι αυτή, έκοψε άθελα τη μύτη του. Έμεινε από τότε για πάντα κουτσομύτης και ποτέ πιά τέτοια μέρα δεν ξαναδούλεψε. Από τον καιρό εκείνο όχι μόνον στο χωριό του, παρά και σ’ όλο το νησί, τιμούσαν πιο πολύ τους Αγίους Σαράντα και ανέφεραν τον κουτσομύτη για παράδειγμα που δεν έκανε ότι είπαν οι Άγιοι, ενώ την πρώτη χρονιά τον είχαν τόσο καλά βοηθήσει και συμβουλεύσει. Λένε πως τιμώρησαν έτσι το χωριάτη οι Άγιοι Σαράντα για να κάμουν ένα θαύμα για να τους προσκυνούν και να τους δοξάζουν όλοι οι άνθρωποι.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών