Εγώ πήγα μια πρωϊνή στην Αγία Σοφία για να λειτουργήσω. Τη νύχτα όπου στεκόμουν στην Αγία Τράπεζα και δγιάβαζα προσηλωμένος στην εργασία μου, άκουσα βαδίσματα έξω από το ιερό, στην εκκλησία μέσα. Εκρατούσα ένα κεράκι αναμμένο στο χέρ’. Εβγήκα από την αριστερή πόρτα και παρατήρησα να ιδώ ποιός βάδιζε και δεν είδα κανέναν. Ελειτούργησα και πήγα στο σπίτι μου. Τη νύχτα εις τον ύπνο μου εκεί που κοιμώμουν, ωνειρεύτηκα ότι ήμουνα μέσ’ την εκκλησία και λειτουργούσα στην Αγία Τράπεζα. Έρχεται από τη δεξιά πόρτα η Αγία Σοφία και bαίνει δυό βαδίσματα μέσα στο ιερό. Άκουσα εγώ ότι μπήκε άνθρωπος μέσα στο ιερό, γύρισα και είδα να στέκεται η ίδια η Αγία σοφία και καθώς την είδα, μου έκανε σχήμα με το κεφάλ’. – Εγώ δε την απαντώ και την είπα : «Δεν επιτρέπεται γυναίκα να εισέλθη στο ιερό και μου κάνει σχήμα με την κεφαλή και τραβήχτηκε. Μετά εξύπνησα και ήμουνα καταταραγμένος. (Κι άλλοι ακούνε σμαdούρισμα μέσα στην εκκλησία). Άλλο συνέβηκε στο σχωρεμένο τον πατέρα μου. Ήταν ιερεύς κι αυτός. Άκουγεν από τους χωργιανούς της Αγίας Σοφίας, οτί η πόρτα της εκκλησίας δε δεχόνταν κλειδαργιά για να την κλείσουνε, παρά είχανε στην πόρτα μια τσάγρα, όπου κλούσεν η πόρτα. Λοιπόν μια βραδυά τη νύχτα κατά η ώρα έντεκα, τον προσκάλεσαν να κάμη μια στέψη στο σπίτι, δεύτερος γάμος. Επήγε στην εκκλησία για να πάρη τα ιερά, να πάη στο σπίτ’ να κάνη τη στέψ. Τον ήρτε η ιδέα ότι η εκκλησία δε δέχεται να την κλείσουν και είπε με το νού του «ας κλείσω τη bόρτα με τη τζάγρα καλά, κι όταν επιστρέψω θα την εύρω κλειστή; Ή θα είναι ανοιχτή; Και αφού τελείωσε στη στέψη στο σπίτι, επήγε στην εκκλησία και βρήκε τη bόρτα κλειστή, όπως την είχε αφήσει. Τότε είπε με την ιδέα του, ότι ψέματα θα είναι, ότι δεν κλειούσεν. Επήγε μέσα και άφησε τα ιερά και έκλεισε την εκκλησία πάλι, και πήγε μέχρι την αυλόπορτα της εκκλησίας. Μόλις έφτασεν εκεί άνοιξεν η πόρτα και τα δυό τα φύλλα. – Εις το ένα φύλλο είναι και κολdεμίρ. – Τότε γύρισεν ο ιερεύς, επήγεν οπίσω στη bόρτα και έκανε το σταυρό του και είπε «γένου πιστός και όχι άπιστος όπως ο Θωμάς» (Εγώ = διηγείται ο Παπά Θεμιστοκλής, Αγία Σοφία = εκκλησία του ομώνυμου χωριού, σμαdούρισμα = βάδισμα, κολdεμίρ = το παράτι που παρατώνει την πόρτα).
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών