Μας λέγανε οι παλαιοί πως τον Άγιον Σπυρίδωνα τον έχουνε σε μπαούλο φυλαγμένο. Είναι άλειωτος, του βάζουν παπούτσια και τον άλλο χρόνο τα βρίσκουν λειωμένα (= κατεστραμένα). Την ημέρα της εορτής του δεν δουλεύουν οι γεωργοί. Ο Άγιος Σπυρίδων και ένας άλλος μαζί του εκυνηγούσαν να προλάβουν κάτι Τούρκους. Είχαν δυό ζώα μαζί το ένα ήταν άλογο και το άλλο γαϊδούρι. Είχαν κουραστή και είπαν να καθίσουν κάτω από ένα δένδρο να ξεκουραστούν κ' εκεί αποκοιμήθησαν. Την ώρα που εκοιμόντουσαν πέρασαν οι Τούρκοι κ' έκοψαν τα κεφάλια των ζώων. Ξαφνικά όταν ξ'υπνησε ο Αγ. Σπυρίδων βλέπει τα κεφάλια των ζώων κομμένα. Αρπάζει τότε τα κεφάλια να τα βάλη στα κεφάλια των ζώων για να κυνηγήση τους Τούρκους. Αλλά στη βιάσι του επάνω έβαλε το κεφάλι του αλόγου στο γαϊδούρι και του γαϊδουριού στο σώμα του αλόγου. Τα ζώα εζωντάνεψαν κι έτρεξε να κυνηγά τους Τούρκους. Την ημέρα της εορτής του δεν εργαζόμαστε και τον λέμε “Σπυριδώνι μένι γκλάβα (= Σπυρίδων που άλλαξε κεφάλια, δηλ. Σπυρίδων ο αλλαξοκεφαλάς).
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών