Τον Άϊ Σφυρίωνα τον ξέρουμε ότι χαλάει τρία ζευγάρια ‘πο’ήματα. Αι Σφυρίωνας ήτο με δυό άλλους καλοήρους γιατί εσκήτευγε και σκήτευγαν και οι τρείς μαζί όσα με είκοσι χρόνια πά’ στο βουνό σ’ ένα μοναστήρι. Ύστερα από είκοσι χρόνια ήθελαν (ν)α πάν ‘α βρούν τον ξαοριάρη πιο μεάλος από κείνους που κάθετο σ’ έναν άλλο μοναστήρι ‘α του ‘πούν και (ν)α των πή είντα θα ‘ενούν. Πήραν το δρόμο και πήαιναν (στο δρόμο) στη στράτα ενυχτιάστησαν ηύραν ένα στάβλο και ήμπαν ‘α κοιμηθούν. Αυτοί παίραν και δυό γαάρους μαζίν των, έναν άσπρο και ένα μαύρο. Αυτοί κειά που κοιμούντο εσκέφτησαν να φήκουν τον ένα πίσω γιατί τον εζήλευκαν. Σηκώστησαν λοιπόν αυτοί τη νύχτα κ(αι) έσφαξαν τους γαάρους κ(αι) εφύαν. Ύστερα από ώρα εξύμνησε αυτός και του ‘εύρεψε και ‘εν τουε ηύρε και εί’ εν τους γάαρους σφαμένους. Έκαμεν το σταυρόν του και είπεν την προσευχή του και μέσα στα σκουτούφλά έπιασε του μαύρου την κεφαλήν και κόλλησεν του άσπρου και έπιασε του άσπρου και κόλλησεν του μαύρου και καλλίκεψε κ(αι) έφυε ‘α πάη στον ηγούμενο. Αυτοί οι άλλοι είχαν ‘ποσώσει (= φτάσει) μια ώρα μπρός από ‘κείνον και ηύραν τον ηγούμενο και είπε των : Είντα που θέλετε εβά (=εδώ) αφού έρκεστε τρεί’ πώς ήρτετε τσύο. Ερνήστησαν αυτοί και του λέουν : Τσυό ερκούμεθα. Εκείνος πάλι των λέει όχι τρείς είστε. Άμα εί’ε και κρύβγαν τον πάλι τον άλλο των λέει : Θωρείτε εκείνον που ‘ρκεται από πίσω σας εκείνος είναι πιο μεάλος από μένα και θωρείτε τους γαάρους που φέρνει μαύρος γάαρος έχει άσπρη κεφαλή και άσπρος γάαρος έχει μαύρη κεφαλή. Τότες εξαφανίστηκε από μπρός των κι άμα ‘φτασε ο τρίτος που ‘ρκετο εξανανέφανε αυτός και ήρτε ‘κεί που κάθετο και λέει στου τσύο που ‘ρταν πρώτα – Εσείς θα ξαναπάτε στο μέρος που κάθεστε μα κάτσετε ακόμα είκοσι χρόνια κ’ ύστερα να ‘ρτετε και βάσταξε τον Άϊ Σφυρίωνα.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών