Λένε πως ο Άγιος Σπυρίδωνας όταν επήγαινε στην οικουμενική σύνοδο οι άλλοι επίσκοποι, επειδή ήταν άσχημος, δεν τον ήθελαν μαζί των. Όταν κατέβηκαν σ’ ένα ξενοδοχείο κ’ έμειναν τη νύχτα, οι άλλοι για να τον αφήσουν εκεί, εσηκώθησαν πολύ πρωΐ και έκοψαν το κεφάλι του αλόγου και των άλλων ζώων που ήσαν στο στάβλο. ‘Όταν εξεκίνησε ο Αγ. Σπυρίδων και δεν τους είδε, κατέβηκε στο στάβλο να πάρη το άλογο του και είδε όλα τα άλογα σφαμένα. Ήταν ακόμη νύχτα και δεν έβλεπε καλά. Έτσι παίρνει ένα κεφάλι μουλαριού και το βάλλει στο αλογό του κ’ εζωντάνεψε. Καβαλλικεύει και τρέχει και προλαβαίνει τους άλλους συντρόφους του σ’ ένα ποτάμι. Τους ρωτά «γιατί εσταματήσετε;» Λένε «διότι δεν μπορούμε να περάσωμε το ποτάμι». Αυτός χωρίς να τους πιάση κακία που του έσφαξαν το άλογό του επροσευχήθηκε και με το ραβδί του έκαμε σταυρό στο ποτάμι κ’ εχώρισαν τα νερά κ’ έτσι επέρασαν. Από τότε τον ανεγνώρισαν ανώτερό των και δεν τον αποφεύγανε πιά.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών