Η κυρούλα μου ήταν 10 – 11 χρονώνε και ήτονε δυό Τούρκοι αγάδες και είχαν τσιφλίκι στου Γρίζι. Εκεί είχανε λιοτριβειό οι Τούρκοι και μιάν μέραν είχε πάρει ο Τούρκος εργάτες χριστιανούς από δώ και δουλεύανε. Το βράδυ εσκολάσανε οι εργάτες και λένε του Τούρκου αγά “ Αγά μου, αύριο είναι του Αγίου Σπυριδώνου, είναι γιορτή, δεν δουλεύουνε”. Τους λέει ο αγάς “Τι σπυρίδα και σφυρίδια είναι αυτά που μου λέτε; Να ζεύχτε. _Αφού το πιμένεις, αγά μου, και το θέλεις, να δουλέψουμε, αλλά είναι κακό”. Βάνουν την άλλη μέρα να δουλέψουνε, μόλις έζεψαν τ' άλογο και άρχισε και γύριζε το λιθάρι, ξεκεντρίζει το λιθάρι, βγαίνει από τη σειρά του και πέφτε κάτου από πάνου από τη γειριά και μόλις έπεσε κάτω τι κάνει το λιθάρι; Αρχίζει να γυρίζη βόλτα μες στο λιοτριβειό από πιθάρι σε πιθάρι που τάκαμε συντιρίμι ούλα και χύθηκε το λάδι και ύστερα άνοιξε μια τρύπα στον τοίχο και βγήκε από το λοτριβειό και πήγε πέρα κι έπεσε εκατό βήματα μακρυάν. Κατόπι ήρθε κι' ο αγάς. Τηράει, τι να ιδή; εκεί μέσα; Όλο το λιοτριβειό γεμάτο λάδια. “Δε στα είπαμε αγά μου; οτι δεν έπρεπε να δουλέψωμε;” Λοιπόν εγύρσε ο χρόνος , άνοιξε το λιοτριβειό πάλι. Όταν εζύγωνε ο καιρός, τους λέει ο Τούρκος : “Πότε έρχεται εκέινος ο Σπυρίδας, ο σφυρίδας; - Θα σου πούμε, αγά μου.” Όταν εζύγωνε ο καιρός, του λένε : “Αύριο είναι. - Ε, να μη δουλέυτε, ρε”
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών