Ο άγιος Σπυρίδωνας είχε μια θυγατέρα που την ελέγανε Ερήνη. Μια φορά τσι καλέσανε στο γάμο και δεν είχενε η κοπελιά χρυσαφικά να βάλη. Επήαινε κι εζήτηξε τα χρυσαφικά τση γειτόνισσας, εστολίστηκε κι επήγε στο γάμο. Σαν εγιάγειρε δεν ήβγαλε δα το κακορίζικο τα χρυσαφικά να τα δώση τση γειτόνισσας, μόνο τα ’βαλε εκειά σε μια θυρίδα. Με τον καιρό ερρώστησε κι επόθανε η κοπελιά. Η γειτόνισσα πάει στον άγιο Σπυρίδωνα και του λέει: - Ευλοημένε, η θυγατέρα σου μου ’πηρε τα χρυσαφικά και δε μου τα γιάγειρε. Ο άγιος Σπυρίδωνας σκώνεται τότεσά και πάει στο μνήμα τση θυγατέρας του και τση λέει: - «Ερήνη ίντα ’καμες τα χρυσαφικά τση γειτόνισσας; - Στη θυρίδα τα ’χω, πατέρα μου». Και πάει και βρίσκει τα χρυσαφικά τση γειτόνισσας και δίδει τση τα.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών