Μιαν κοπανιά επήγε στον άγιο Σπυρίδωνα μια χήρα γυναίκα και του ’πενε, πως δεν είχενε λεφτά να πάρη κριθάρι. Ο άγιος Σπυρίδωνας ήτονε φτωχός και δεν είχενε να τήνε βοηθήση και στενοχωρέθηκε πολύ. Κεινιά την ώρα θωρεί έναν όφη κι εσύρνουντονέ ομπρός του και πιάνει τονε και γίνεται ντελόγο χρυσός και λέει τσης: «Πάρε κειονέ τον όφη, κι άμε τονε αμανέτι στον Οβραίο απού πουλεί το κριθάρι να σου δώση να πας των παιδιώ σου, ίσαμε να βρης τσι παράδες να του τσι πας. Παίρνει η γυναίκα τον όφη και πάει τονε αμανέτι στον Οβραίο και παίρνει το κριθάρι. Σαν ήβρηκε τα λεφτά παίρνει και του τα πάει και ζητά του τ’ αμανέτι. Κι εκείνος ο αφιλότιμος τήνε παίρνει από πίσω. «Όξω μωρή και δε μου ’δωκες εμένα αμανέτι». Μισεύγει η νοικοκερά και δεν ήτονε ποπορισμένη στην πόρτα τζης κι ακούει ο Οβραίος κι εχτύπανε κι εχτύπανε η κασέλα να σπάση, απού ’χενε τον όφη. Να τ’ ακούση αυτός εφοβήθηκε και φωνιάζει τση γυναίκας και γιαγέρνει και τση δίδει τον όφη. Πάει τονε αυτή και δίδει τονε στον άγιο Σπυρίδωνα κι εκείνος πάλι τον ήφηκε κι ήφυγε.

Μιαν κοπανιά επήγε στον άγιο Σπυρίδωνα μια χήρα γυναίκα και του ’πενε, πως δεν είχενε λεφτά να πάρη κριθάρι. Ο άγιος Σπυρίδωνας ήτονε φτωχός και δεν είχενε να τήνε βοηθήση και στενοχωρέθηκε πολύ. Κεινιά την ώρα θωρεί έναν όφη κι εσύρνουντονέ ομπρός του και πιάνει τονε και γίνεται ντελόγο χρυσός και λέει τσης: «Πάρε κειονέ τον όφη, κι άμε τονε αμανέτι στον Οβραίο απού πουλεί το κριθάρι να σου δώση να πας των παιδιώ σου, ίσαμε να βρης τσι παράδες να του τσι πας. Παίρνει η γυναίκα τον όφη και πάει τονε αμανέτι στον Οβραίο και παίρνει το κριθάρι. Σαν ήβρηκε τα λεφτά παίρνει και του τα πάει και ζητά του τ’ αμανέτι. Κι εκείνος ο αφιλότιμος τήνε παίρνει από πίσω. «Όξω μωρή και δε μου ’δωκες εμένα αμανέτι». Μισεύγει η νοικοκερά και δεν ήτονε ποπορισμένη στην πόρτα τζης κι ακούει ο Οβραίος κι εχτύπανε κι εχτύπανε η κασέλα να σπάση, απού ’χενε τον όφη. Να τ’ ακούση αυτός εφοβήθηκε και φωνιάζει τση γυναίκας και γιαγέρνει και τση δίδει τον όφη. Πάει τονε αυτή και δίδει τονε στον άγιο Σπυρίδωνα κι εκείνος πάλι τον ήφηκε κι ήφυγε.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Μιαν κοπανιά επήγε στον άγιο Σπυρίδωνα μια χήρα γυναίκα και του ’πενε, πως δεν είχενε λεφτά να πάρη κριθάρι. Ο άγιος Σπυρίδωνας ήτονε φτωχός και δεν είχενε να τήνε βοηθήση και στενοχωρέθηκε πολύ. Κεινιά την ώρα θωρεί έναν όφη κι εσύρνουντονέ ομπρός του και πιάνει τονε και γίνεται ντελόγο χρυσός και λέει τσης: «Πάρε κειονέ τον όφη, κι άμε τονε αμανέτι στον Οβραίο απού πουλεί το κριθάρι να σου δώση να πας των παιδιώ σου, ίσαμε να βρης τσι παράδες να του τσι πας. Παίρνει η γυναίκα τον όφη και πάει τονε αμανέτι στον Οβραίο και παίρνει το κριθάρι. Σαν ήβρηκε τα λεφτά παίρνει και του τα πάει και ζητά του τ’ αμανέτι. Κι εκείνος ο αφιλότιμος τήνε παίρνει από πίσω. «Όξω μωρή και δε μου ’δωκες εμένα αμανέτι». Μισεύγει η νοικοκερά και δεν ήτονε ποπορισμένη στην πόρτα τζης κι ακούει ο Οβραίος κι εχτύπανε κι εχτύπανε η κασέλα να σπάση, απού ’χενε τον όφη. Να τ’ ακούση αυτός εφοβήθηκε και φωνιάζει τση γυναίκας και γιαγέρνει και τση δίδει τον όφη. Πάει τονε αυτή και δίδει τονε στον άγιο Σπυρίδωνα κι εκείνος πάλι τον ήφηκε κι ήφυγε.

Λιουδάκη, Μαρία
Λιουδάκη, Μαρία (EL)

Παραδόσεις

Κρήτη, Μεραμβέλλο, Λατσίδα


1938




Αρ. 1162 Γ, σελ. 101 – 102, Μ. Λιουδάκη, Μεραμβέλλο, Λάτσιδα, 1938

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.