Μέσα στο καράβι είχαμε πάντα τα τρία φυλαχτά τουν αγίωνε, τσι μέτρες. Ένα από τον Άγιο Σπυρίδωνα, ένα από τον Άγιο Γεράσιμο κι ένα από τον Άγιο Διονύση. Λοιπόν είμαστε με φορτίο καλαμπόκι. Η αυλώνα είναι κόρφος, όπου έρχεται το κύμα από 6 μίλλια και γένεται πυκνό. Είχαμε δυο άγκουρες στη θάλασσα κι όμως η μεγάλη φουρτούνα μας έκοψε την άγκυρα τη δεξιά. Λοιπόν τότε ρττίξαμε το σκοινί, τη γούμενα, κι άλλο δεν είχαμε, παρά να περιμένουμε βοήθεια από το Θεό. Λέω στο ναύτη μου. Να πας κάτου στο στην κάμαρα, να ξεκρεμάσης τα τρία φυλαχτά τουν αγίωνε. Έτρεξε αμέσως ο ναύτης, ο Χάρης (ένα νέο παιδί) κι εξεκρέμασε τα τρία φυλαχτά κι όπως του μολόησε έπειτα, είδε κείνη την ώρα ένα καλόγερο, που εστεκόντουνε όρθιος. (Θα ‘τανε ένας από τους αγίους). Μου έφερε τα φυλαχτά απάνου, και μου λέει : - Πάρ’ τα! Εγώ ταέδεσα απάνου στη γούμενα. Βοήθα, Θεέ μου! Είπα. Και, ω του θαύματος δεν επέρασαν δέκα λεπτά εκόπηκε ο αέρας. Τότες μου είπε το παιδι : - Καπιτάνιο, είδα ένα καλόγερο, εκεί που ξεκρεμούσα τσι μέτρες! – Εκατάλαβα. Και σιγά σιγά έγινε άκρα γαλήνη .

Μέσα στο καράβι είχαμε πάντα τα τρία φυλαχτά τουν αγίωνε, τσι μέτρες. Ένα από τον Άγιο Σπυρίδωνα, ένα από τον Άγιο Γεράσιμο κι ένα από τον Άγιο Διονύση. Λοιπόν είμαστε με φορτίο καλαμπόκι. Η αυλώνα είναι κόρφος, όπου έρχεται το κύμα από 6 μίλλια και γένεται πυκνό. Είχαμε δυο άγκουρες στη θάλασσα κι όμως η μεγάλη φουρτούνα μας έκοψε την άγκυρα τη δεξιά. Λοιπόν τότε ρττίξαμε το σκοινί, τη γούμενα, κι άλλο δεν είχαμε, παρά να περιμένουμε βοήθεια από το Θεό. Λέω στο ναύτη μου. Να πας κάτου στο στην κάμαρα, να ξεκρεμάσης τα τρία φυλαχτά τουν αγίωνε. Έτρεξε αμέσως ο ναύτης, ο Χάρης (ένα νέο παιδί) κι εξεκρέμασε τα τρία φυλαχτά κι όπως του μολόησε έπειτα, είδε κείνη την ώρα ένα καλόγερο, που εστεκόντουνε όρθιος. (Θα ‘τανε ένας από τους αγίους). Μου έφερε τα φυλαχτά απάνου, και μου λέει : - Πάρ’ τα! Εγώ ταέδεσα απάνου στη γούμενα. Βοήθα, Θεέ μου! Είπα. Και, ω του θαύματος δεν επέρασαν δέκα λεπτά εκόπηκε ο αέρας. Τότες μου είπε το παιδι : - Καπιτάνιο, είδα ένα καλόγερο, εκεί που ξεκρεμούσα τσι μέτρες! – Εκατάλαβα. Και σιγά σιγά έγινε άκρα γαλήνη .
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Μέσα στο καράβι είχαμε πάντα τα τρία φυλαχτά τουν αγίωνε, τσι μέτρες. Ένα από τον Άγιο Σπυρίδωνα, ένα από τον Άγιο Γεράσιμο κι ένα από τον Άγιο Διονύση. Λοιπόν είμαστε με φορτίο καλαμπόκι. Η αυλώνα είναι κόρφος, όπου έρχεται το κύμα από 6 μίλλια και γένεται πυκνό. Είχαμε δυο άγκουρες στη θάλασσα κι όμως η μεγάλη φουρτούνα μας έκοψε την άγκυρα τη δεξιά. Λοιπόν τότε ρττίξαμε το σκοινί, τη γούμενα, κι άλλο δεν είχαμε, παρά να περιμένουμε βοήθεια από το Θεό. Λέω στο ναύτη μου. Να πας κάτου στο στην κάμαρα, να ξεκρεμάσης τα τρία φυλαχτά τουν αγίωνε. Έτρεξε αμέσως ο ναύτης, ο Χάρης (ένα νέο παιδί) κι εξεκρέμασε τα τρία φυλαχτά κι όπως του μολόησε έπειτα, είδε κείνη την ώρα ένα καλόγερο, που εστεκόντουνε όρθιος. (Θα ‘τανε ένας από τους αγίους). Μου έφερε τα φυλαχτά απάνου, και μου λέει : - Πάρ’ τα! Εγώ ταέδεσα απάνου στη γούμενα. Βοήθα, Θεέ μου! Είπα. Και, ω του θαύματος δεν επέρασαν δέκα λεπτά εκόπηκε ο αέρας. Τότες μου είπε το παιδι : - Καπιτάνιο, είδα ένα καλόγερο, εκεί που ξεκρεμούσα τσι μέτρες! – Εκατάλαβα. Και σιγά σιγά έγινε άκρα γαλήνη .

Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (EL)

Παραδόσεις

Κέρκυρα, Ερείκουσα


1960




Λ. Α. αρ. 2344, σελ. 99, Δ. Λουκάτος, νησίς Ερείκουσα Κέρκυρας 1960

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.