Ο Άγιος Σώζος πρώτα ήταν τζοbανης κι έβοσκε πρόβατα. Κι' ήταν μ' ένα γείτονα φτωχό, κι' αυτός κλέισκε με τα παιδιά τ' στη μάντρα για να πεθάν'. Ο Άγιος Σώζος (Σώζο τον λέγαν τότε) πάει στο γείτονα και τον λέει : - Τι έχ'ς και κλείσκες μέσα; - Τι να έχω; Ψωμί δεν έχω για τα παιδιά μ' και κλείσκα δω μέσα να πεθάνω. Ο Σώζος δεν τον είπε τίποτα, πήγε στις εκκλησίες, πήρε τ' ασημ'κά από τις εικόνες, τα πήγε σ' ένα χρυσοχό και τάδωκεν αμανέτ' και πήρε χρήματα για το φτωχό, αλλά είπε στο Χρυσοχό να μη τα χαλάσ' όσο να εξοικονομηθή και θαρθη πάλι να τα πάρ'. Αμα οικονομήθκε πήγε πήρε τ' ασημκά και τα ξανάδωκε στις εκκλησίες.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών