Μια φορά ήταν ένας γούμενος σ’ αυτή την εκκλησά (δηλ. στου Άϊ Ταξιάρχη στα Μεστά) ήταν τέσσεροι ‘γούμενοι, κάθε ‘βδομάδα ήταν κι’ ένας ‘γούμενος. Ετσείνη τη βδομάδα ήταν άρρωστος, λοιπόν τη νύχτα είχε σβήσει το καγκήλι, τσ’ ου γέρος ου ‘γούμενος είδε τον Ταξιάρχη στον ύπνο του, του είπε πως το καγκήλι είναι σβηστό. Ου γέρους επειδή ήτανε άρρωστος έστειλε το παιδάιν του να τ’ άψη. Το παιδάι επειδή εφοβούτο εκατέβηγ κάτω τσαι ανέβη πάλι απάνω τσ’ είπε ότι τούψε, σε λιγάκι ου γέρους είδε όνειρο, ότι ήταν πάλι το καγκήλι σβηστό, τσι του λέει : βρε ‘εν επήγες. Το παιδάι το φανέρωσε ότι ‘εν επήε γιατί φοβόταν. Ου γέρος φώναζε τσαι έτσ’ σηκώθη το παιδάι για να ξαναπά. Την ώρα που ‘βγε το θόλο ειδε το Μιχάλη το ΜΑρούκατσαι βάστα τα καπίστρα για να πά’ στα ζά. – Βρέ που πάς τέτοια ώρα; - Καλέ μπάρμπα ‘άρτης μαζί μου γιατί φουβούμαι. Επήγαν τσι του’ ψαν με του γέρο. Το παιδάι πήγε στι σπίκιν του τσαι του λέει ου γέρος. Πήγες; - πήγα μι του Μιχάλ’ τουν Μαρούκα που θα πήγινε για τα ζά, γιατί μόνος δεν θα πήγαινα. Ου γ’ερος κοιμήθη(κε) ήσυχος. Την άλλη μέρα ου γέρος κατέβη τσ’ ήκατσε στημ πλάκα.Σε λιγάκι ήρχουτου απ’ τη χώρα ου Μαρούκας. – Που ‘σαν Μιχάλη; - Από τα χτέ λείπω στη χώρα. – Ου γυιός μου μου ‘πέ ότι πήγετε τσ’ ήψετε μαζί το καγκήλι. – Εγώ λείπω απ’ τα χτές, τσ’ η γυιός σου είπι ψέμματα. – Δεν ήταν ψέμματα, ήτα ου ταξιάρχης.

Μια φορά ήταν ένας γούμενος σ’ αυτή την εκκλησά (δηλ. στου Άϊ Ταξιάρχη στα Μεστά) ήταν τέσσεροι ‘γούμενοι, κάθε ‘βδομάδα ήταν κι’ ένας ‘γούμενος. Ετσείνη τη βδομάδα ήταν άρρωστος, λοιπόν τη νύχτα είχε σβήσει το καγκήλι, τσ’ ου γέρος ου ‘γούμενος είδε τον Ταξιάρχη στον ύπνο του, του είπε πως το καγκήλι είναι σβηστό. Ου γέρους επειδή ήτανε άρρωστος έστειλε το παιδάιν του να τ’ άψη. Το παιδάι επειδή εφοβούτο εκατέβηγ κάτω τσαι ανέβη πάλι απάνω τσ’ είπε ότι τούψε, σε λιγάκι ου γέρους είδε όνειρο, ότι ήταν πάλι το καγκήλι σβηστό, τσι του λέει : βρε ‘εν επήγες. Το παιδάι το φανέρωσε ότι ‘εν επήε γιατί φοβόταν. Ου γέρος φώναζε τσαι έτσ’ σηκώθη το παιδάι για να ξαναπά. Την ώρα που ‘βγε το θόλο ειδε το Μιχάλη το ΜΑρούκατσαι βάστα τα καπίστρα για να πά’ στα ζά. – Βρέ που πάς τέτοια ώρα; - Καλέ μπάρμπα ‘άρτης μαζί μου γιατί φουβούμαι. Επήγαν τσι του’ ψαν με του γέρο. Το παιδάι πήγε στι σπίκιν του τσαι του λέει ου γέρος. Πήγες; - πήγα μι του Μιχάλ’ τουν Μαρούκα που θα πήγινε για τα ζά, γιατί μόνος δεν θα πήγαινα. Ου γ’ερος κοιμήθη(κε) ήσυχος. Την άλλη μέρα ου γέρος κατέβη τσ’ ήκατσε στημ πλάκα.Σε λιγάκι ήρχουτου απ’ τη χώρα ου Μαρούκας. – Που ‘σαν Μιχάλη; - Από τα χτέ λείπω στη χώρα. – Ου γυιός μου μου ‘πέ ότι πήγετε τσ’ ήψετε μαζί το καγκήλι. – Εγώ λείπω απ’ τα χτές, τσ’ η γυιός σου είπι ψέμματα. – Δεν ήταν ψέμματα, ήτα ου ταξιάρχης.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Μια φορά ήταν ένας γούμενος σ’ αυτή την εκκλησά (δηλ. στου Άϊ Ταξιάρχη στα Μεστά) ήταν τέσσεροι ‘γούμενοι, κάθε ‘βδομάδα ήταν κι’ ένας ‘γούμενος. Ετσείνη τη βδομάδα ήταν άρρωστος, λοιπόν τη νύχτα είχε σβήσει το καγκήλι, τσ’ ου γέρος ου ‘γούμενος είδε τον Ταξιάρχη στον ύπνο του, του είπε πως το καγκήλι είναι σβηστό. Ου γέρους επειδή ήτανε άρρωστος έστειλε το παιδάιν του να τ’ άψη. Το παιδάι επειδή εφοβούτο εκατέβηγ κάτω τσαι ανέβη πάλι απάνω τσ’ είπε ότι τούψε, σε λιγάκι ου γέρους είδε όνειρο, ότι ήταν πάλι το καγκήλι σβηστό, τσι του λέει : βρε ‘εν επήγες. Το παιδάι το φανέρωσε ότι ‘εν επήε γιατί φοβόταν. Ου γέρος φώναζε τσαι έτσ’ σηκώθη το παιδάι για να ξαναπά. Την ώρα που ‘βγε το θόλο ειδε το Μιχάλη το ΜΑρούκατσαι βάστα τα καπίστρα για να πά’ στα ζά. – Βρέ που πάς τέτοια ώρα; - Καλέ μπάρμπα ‘άρτης μαζί μου γιατί φουβούμαι. Επήγαν τσι του’ ψαν με του γέρο. Το παιδάι πήγε στι σπίκιν του τσαι του λέει ου γέρος. Πήγες; - πήγα μι του Μιχάλ’ τουν Μαρούκα που θα πήγινε για τα ζά, γιατί μόνος δεν θα πήγαινα. Ου γ’ερος κοιμήθη(κε) ήσυχος. Την άλλη μέρα ου γέρος κατέβη τσ’ ήκατσε στημ πλάκα.Σε λιγάκι ήρχουτου απ’ τη χώρα ου Μαρούκας. – Που ‘σαν Μιχάλη; - Από τα χτέ λείπω στη χώρα. – Ου γυιός μου μου ‘πέ ότι πήγετε τσ’ ήψετε μαζί το καγκήλι. – Εγώ λείπω απ’ τα χτές, τσ’ η γυιός σου είπι ψέμματα. – Δεν ήταν ψέμματα, ήτα ου ταξιάρχης.

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (EL)

Παραδόσεις

Χίος, Μεστά


1962




Λ. Α. αρ. 2456, σελ. 64 – 66, αρ. 3, Άννης Ιω. Παπαμιχαήλ, Μεστά Χίου, 1962

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.