Άλλον έναν κεχαγιά τον καβαλλίκευαν κλέφτες, να τις πάη σε χωριό. Κείος τις γύριζε, δεν τις πήγε σε χωριό. Ξένος είμαι. Άμα έφεξε λέει : - Συ δεν είσαι ξένος. Μονέ τόκανες επίτηδες, για να μη μας πάς σε χωριό. Πάνε και τον δέν 'νε το ζνύχι τ' ανάμεσα στα σκέλια τ' και τον βγάλαν ποπίσω 'πο τη μάντρα. Έχ' έναν νόχλο μέτρα, τον γκύλισαν απ' εκεί και κατέβκε μέσα στο ργιάκ' μέσα στις πικρουδάφνες. Έχ' και περιβολάκ'. Σκίπ' (Σκήπ;). Τρεις βραδειές κατέβαινεν αγιοφώς, για να καταλάβνε κόσμος, να πά να δγιούν. Πήγαν τον βρήκαν τον άθρωπο, λειωμένο πια. Θέλ'ς αγιασμένος ήταν αυτός ο άθρωπος, έσωσε τόσον κόσμο. Ήθελαν να χαλάσ'νε χωριά οι κλέφτ'. “Γενοβέζικα πράματα” είπε τας παλαιάς αυτάς αφηγήσεις.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών