Έναν καιρό κι ένα ζαμάν ήντανα ένα παιδί και φύλαγε (έβοσκε) γαδούρια. Μια μέρα ήντανα ζέστα πολλή και το παιδί πελάχτσε (απέκαμε) και έπεσε κάτ’ ‘ς ένα δέντρο να κοιμθή. Κεί που κοιμούντανα το παιδί, πέρασανα τρείς Οβριοί και είδανα πά ‘ς του παιδιού το κεφάλ’ που πετούσε ένας αγετός. Κατάλαμβανά αυτοί που θα γείν’ το παιδί βασιλές, πήγανα, το σήκωσανά και το είπανα : «Μήπως ά κάνουμ μάγεια να γίνς βασιλές, ποντέ μεγαλώσης, ου τ’ ά μας τάξης;» Το παιδί είπε : «Ότι με γυρέψτε α σας το δώκω.» δίχως να στοχαστή σαν το γυρέψ’ να τη γυναίκα τ’ ή το βασίλειο τ’ ή κάννα άλλο πράμα. Περάσανά πολλά χρόνια κ’ έγνε ένας πέλεμος. Το παιδί ήντανα πολύ έξυπνο, πελέμησε και ‘ς τα ύστερνά έγνε βασιλές. Έμαθανά οι Οβριοί που έγνε το παιδί βασιλές, πήγανα και είπανα ‘ς το βασιλέ : «Βασιλέ πολύχρονε, μείς είμεστε που σε έκαμαμ’ βασιλέ θυμάσαι τι μας έταξες;» Σα γιούκσε αυτά ο βασιλές κόκνησε. Φοβήθκε να μην πάρνα το κεφάλ ντου. Τη προσκύνσε και τη ρώτηξε τι θέλνα να τη χαρίσ’. «Θέλουμ’, είπανα οι σκυλόβριοι να κατεβάσνα τις εικόνες πε τις εκκλησιές». Ο βασιλές αυτό δεν το έστρεξε άμα τι ηλά καν’ που το έταξε! Και πρόσταξε να σκωθούνα πε ούλες τις εκκλησιές οι εικόνες. Είχανα και μια εικόνα του Χριστού ‘ς το παλάτ’ και την πρόσταξε να την ρήξνα πέ το παραθύρ’. Και άμα την ερήξνα μπουμπούνηξε γούλο το σαράϊ και καϊκανα γούλ’ μαζί.

Έναν καιρό κι ένα ζαμάν ήντανα ένα παιδί και φύλαγε (έβοσκε) γαδούρια. Μια μέρα ήντανα ζέστα πολλή και το παιδί πελάχτσε (απέκαμε) και έπεσε κάτ’ ‘ς ένα δέντρο να κοιμθή. Κεί που κοιμούντανα το παιδί, πέρασανα τρείς Οβριοί και είδανα πά ‘ς του παιδιού το κεφάλ’ που πετούσε ένας αγετός. Κατάλαμβανά αυτοί που θα γείν’ το παιδί βασιλές, πήγανα, το σήκωσανά και το είπανα : «Μήπως ά κάνουμ μάγεια να γίνς βασιλές, ποντέ μεγαλώσης, ου τ’ ά μας τάξης;» Το παιδί είπε : «Ότι με γυρέψτε α σας το δώκω.» δίχως να στοχαστή σαν το γυρέψ’ να τη γυναίκα τ’ ή το βασίλειο τ’ ή κάννα άλλο πράμα. Περάσανά πολλά χρόνια κ’ έγνε ένας πέλεμος. Το παιδί ήντανα πολύ έξυπνο, πελέμησε και ‘ς τα ύστερνά έγνε βασιλές. Έμαθανά οι Οβριοί που έγνε το παιδί βασιλές, πήγανα και είπανα ‘ς το βασιλέ : «Βασιλέ πολύχρονε, μείς είμεστε που σε έκαμαμ’ βασιλέ θυμάσαι τι μας έταξες;» Σα γιούκσε αυτά ο βασιλές κόκνησε. Φοβήθκε να μην πάρνα το κεφάλ ντου. Τη προσκύνσε και τη ρώτηξε τι θέλνα να τη χαρίσ’. «Θέλουμ’, είπανα οι σκυλόβριοι να κατεβάσνα τις εικόνες πε τις εκκλησιές». Ο βασιλές αυτό δεν το έστρεξε άμα τι ηλά καν’ που το έταξε! Και πρόσταξε να σκωθούνα πε ούλες τις εκκλησιές οι εικόνες. Είχανα και μια εικόνα του Χριστού ‘ς το παλάτ’ και την πρόσταξε να την ρήξνα πέ το παραθύρ’. Και άμα την ερήξνα μπουμπούνηξε γούλο το σαράϊ και καϊκανα γούλ’ μαζί.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Έναν καιρό κι ένα ζαμάν ήντανα ένα παιδί και φύλαγε (έβοσκε) γαδούρια. Μια μέρα ήντανα ζέστα πολλή και το παιδί πελάχτσε (απέκαμε) και έπεσε κάτ’ ‘ς ένα δέντρο να κοιμθή. Κεί που κοιμούντανα το παιδί, πέρασανα τρείς Οβριοί και είδανα πά ‘ς του παιδιού το κεφάλ’ που πετούσε ένας αγετός. Κατάλαμβανά αυτοί που θα γείν’ το παιδί βασιλές, πήγανα, το σήκωσανά και το είπανα : «Μήπως ά κάνουμ μάγεια να γίνς βασιλές, ποντέ μεγαλώσης, ου τ’ ά μας τάξης;» Το παιδί είπε : «Ότι με γυρέψτε α σας το δώκω.» δίχως να στοχαστή σαν το γυρέψ’ να τη γυναίκα τ’ ή το βασίλειο τ’ ή κάννα άλλο πράμα. Περάσανά πολλά χρόνια κ’ έγνε ένας πέλεμος. Το παιδί ήντανα πολύ έξυπνο, πελέμησε και ‘ς τα ύστερνά έγνε βασιλές. Έμαθανά οι Οβριοί που έγνε το παιδί βασιλές, πήγανα και είπανα ‘ς το βασιλέ : «Βασιλέ πολύχρονε, μείς είμεστε που σε έκαμαμ’ βασιλέ θυμάσαι τι μας έταξες;» Σα γιούκσε αυτά ο βασιλές κόκνησε. Φοβήθκε να μην πάρνα το κεφάλ ντου. Τη προσκύνσε και τη ρώτηξε τι θέλνα να τη χαρίσ’. «Θέλουμ’, είπανα οι σκυλόβριοι να κατεβάσνα τις εικόνες πε τις εκκλησιές». Ο βασιλές αυτό δεν το έστρεξε άμα τι ηλά καν’ που το έταξε! Και πρόσταξε να σκωθούνα πε ούλες τις εκκλησιές οι εικόνες. Είχανα και μια εικόνα του Χριστού ‘ς το παλάτ’ και την πρόσταξε να την ρήξνα πέ το παραθύρ’. Και άμα την ερήξνα μπουμπούνηξε γούλο το σαράϊ και καϊκανα γούλ’ μαζί.

Χρηστίδης, Α.
Χρηστίδης, Α. (EL)

Παραδόσεις

Θράκη, Σκοπός


1893




Αρ. 155, σελ. 50, 5, Α. Χρηστίδης, Σκοπός

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.